Ένα συμβολαιογραφείο γίνεται το σκηνικό όπου διάφοροι άνθρωποι μπαινοβγαίνουν, αφήνοντας ο καθένας πίσω το βάρος της δικής του ιστορίας, της δικής του υπογραφής πάνω στο χαρτί. Βίοι παράλληλοι και διασταυρούμενοι, κρίκοι άρρηκτοι κι άλλοι σπασμένοι από καιρό. Μια νέα συμβολαιογράφος κινείται ανάμεσά τους επιχειρώντας να ισορροπήσει στα τεντωμένα σκοινιά όπου οι ίδιοι ισορροπούν και σε αυτά που κάποιοι επιτήδειοι της στήνουν.
Η οικογένεια στο μικροσκόπιο, η απληστία, η εξαπάτηση κι η αναμασημένη πίκρα από γενιά σε γενιά. H ασημαντότητα των σημαντικών κι η σημαντικότητα των ασήμαντων. Όσα μας δένουν στον ίδιο καμβά κι αυτά που μας χωρίζουν. Το κωμικοτραγικό πρόσωπο της ζωής κάτω απ’ το οποίο υπογράφουν όλοι.
«Ούτε λεφτά, ούτε τίποτα. Ούτε κτήματα, ούτε σπίτια, ποτέ κανείς δεν πήρε μαζί του τίποτα. Υγεία να έχουμε, χαρά. Ρεζίλι να μη γινόμαστε. Συμφωνείς;»
Ένα ψηφιδωτό ανθρώπων και εγγράφων συνθέτει την εικόνα της καθημερινότητας μιας επαρχιακής πόλης, παραπέμποντας σε σπονδυλωτό μυθιστόρημα «μαθητείας», με τη βασική ηρωίδα να δέχεται σιωπηρά τον αντίκτυπο των όσων της διηγούνται οι πελάτες στο γραφείο της, μέχρι που βγαίνει από αυτό, για να δεχθεί τότε το μεγαλύτερο απ’ όλα τα χτυπήματα, εμπλέκοντας τη δική της πια ιστορία με τις ιστορίες των άλλων.
Σε αυτό το ημερολόγιο διηγήσεων ποικίλου ύφους, μυθοπλασία και πραγματικότητα, αδιαχώριστες η μία από την άλλη, αναδεικνύουν αμφότερες, άλλοτε με χιούμορ κι άλλοτε με τραγικότητα, την εγγενή αγωνία του ανθρώπου να συγκρατήσει την ύπαρξή του από τη φθαρτότητά της, «αφήνοντας κάτι πίσω του».