Το μάνταλο αδράχνει ευθύς το ένοχό του χέρι
Και με το γόνατό του διάπλατα την πόρτα ανοίγει.
Ο γκιόνης το κοιμώμενο θ ’αρπάξει περιστέρι:
Πριν τον προδότη αντιληφθούν, αυτός κιόλας προδίδει˙
Καθένας θα ‘φευγε μακριά, αν έβλεπε το φίδι.
Μα εκείνη άφοβη στα βάθη του ύπνου του γλυκού,
Κείται στο έλεος του θανατηφόρου του κεντριού.
«Αν είχες την τιμή σου εντός μου, άνδρα μου, αποθέσει,
Την άρπαξαν με μια πανίσχυρη έφοδο από μένα.
Σαν τον κηφήνα απέμεινα, το μέλι έχω απολέσει˙
Δεν έχω πλέον απόσταγμα του θέρους μου κανένα˙
Από την άγρια κλοπή όλα λεηλατημένα.
Τρύπωσε σφήκα αλήτισσα στην άμοιρη κυψέλη
Και της αγνής σου μέλισσας το ρούφηξε το μέλι».