"Το νεκρό σπίτι": Φανταστική κι αυθεντική ιστορία μιας πανάρχαιης ελληνικής οικογένειας
(Απ' όλη τη φαμίλια απόμειναν μονάχα δυο αδελφές. Κ' η μια τρελλάθηκε. Φαντάστηκε πως το σπίτι τους είχε μεταφερθεί κάπου στην αρχαία Θήβα, ή, μάλλον, στο Άργος - σύγχυζε τη μυθολογία, την ιστορία και την ιδιαίτερη ζωή της, το παρελθόν και το παρόν, όχι το μέλλον. Αυτό μόνον. Αργότερα συνήλθε. Κ' είναι αυτή που μου μίλησε το βράδι που τους έφερα απ' την ξενητιά ένα μήνυμα του θείου τους -αδελφού του πατέρα τους. Η άλλη δεν παρουσιάστηκε καθόλου. Πότε-πότε μονάχα ακουγόταν σιγανό περπάτημα με παντόφλες στη διπλανή κάμαρα, Όσο μιλούσε η μεγάλη):
Τώρα γυρίζουμε μονάχες οι δυό μικρές αδελφές μέσα σε τούτο το απέραντο σπίτι -
μικρές, που λέει ο λόγος,- από χρόνια γεράσαμε κ' εμείς,
είμαστε οι μικρότερες της φαμίλιας - κ' οι μόνες, άλλωστε, που απομείναμε. Δεν ξέρουμε
πώς να βολέψουμε τούτο το σπίτι, πώς να βολευτούμε
να το πουλήσουμε μας έρχεται άσκημο - μια ζωή περάσαμε δω μέσα -
είναι κι ο χώρος των νεκρών μας εδώ - δε μπορείς να τους πουλήσεις -
κι άλλωστε ποιος τους παίρνει τους νεκρούς; Μα πάλι να τους κουβαλάμε
απ' τόνα σπίτι στ' άλλο, απ' τη μια συνοικία στην άλλη, -
πολύ κουραστικό κ' επικίνδυνο - βολεύτηκαν εδώ
άλλος στον ίσκιο της κουρτίνας, άλλος κάτω απ' το τραπέζι,
άλλος πίσω απ' τη ντουλάπα ή πίσω απ' τα τζάμια της βιβλιοθήκης,
άλλος μες στο γυαλί της λάμπας - τόσο σεμνός κι ολιγαρκής όπως πάντα του,
άλλος χαμογελώντας διακριτικά πίσω απ' τους δυο λεπτούς, σταυρωτούς ίσκιους
που γράφουν στο μεσότοιχο οι καλτσοβελόνες της μικρής αδελφής μου. [...] (Από την έκδοση)