«Επιθυμώ ακόμη να αναφερθώ στις συλλογές διηγημάτων με τους χρωματικούς τίτλους: "Το πράσινο βιβλίο, "Το κόκκινο βιβλίο", "Το βυσινί βιβλίο", "Το γαλάζιο βιβλίο", για να τονίσω πόσο ο Μυριβήλης, σε ευτυχισμένες ώρες της έμπνευσής του, ανανέωσε ένα είδος με τόσο πλούσια παράδοση στη λογοτεχνία μας. Το χιούμορ, ο σαρκασμός, η ειρωνεία, η αλληλοσχέτιση του συμβολικού με το πραγματικό, του νοητού με το απτό, η διαδοχή του ιλαρού απ' το τραγικό, του φαιδρού από το αποτρόπαιο προβάλλουν σε συνθέσεις μοναδικού θέλγητρου και μορφικής τελειότητας. Τις σελίδες τους τις διατρέχει μια διεγερτική χνωτιά αρσενικάδας, ένα πνεύμα παγανιστικό. Ο έρωτας είναι το κυρίαρχο γεγονός -ένας έρωτας συγκλονιστικός, πάθος σαρκικό, που την ανάφλεξή του την προκαλεί κάτι το δαιμονικό, εισχωρώντας στο σύμπλεγμά του για να προδιαγράψει μια μοιραία συχνά κατάληξή του. Στις αισθήσεις εμπιστεύεται ο Μυριβήλης να του αποκαλύψουν το μυστικό της ζωής -το νόημα του κόσμου. Κάθε μεταφυσική ερμηνεία του τη θεωρεί παραπλανητική. Μέσα από αυτό το εύθραυστο ηχείο, το σώμα, ακούει τη σιβυλλική σιωπή -ό,τι αποκαλούμε ένστικτο- να συνοψίζει τη σοφία μίας αρχέγονης πείρας. Σ' αυτήν την άσφαλτη πείρα θεμελιώνει τη συμπεριφορά των ηρώων του. Το σώμα, γι' αυτόν, δημιουργεί δεσμούς αγάπης αλλά και αιχμές μίσους. Μέσα απ' τις σελίδες τους αυτοψυχογραφείται ένας επικούρειος, ο φίλος των ταπεινών ανθρώπων, ο εραστής του γυναικείου φύλου, ο αντικληρικός, ο εχθρός της λογιότητας, ο φανατικός πιστός στις έννοιες έθνος και ελληνισμός -αμετακίνητος πια στο βάθρο του ως αναμφισβήτητος "κλασικός" της γενιάς του».