Το λεσβιακό τοπίο, και το φως που επιδρά στο ύφος του τοπίου αυτού, δεν έχουν πολλά κοινά με το τοπίο και με το φως των άλλων ελληνικών νησιών. Η γη, η πέτρα των Κυκλάδων δεν μπορεί να πάρη μέσα της, να απορροφήση, το φως· έτσι το φως χτυπά πάνω σε μιαν ύλη που πρέπει να το τινάζη αμέσως πίσω. Αυτό δημιουργεί μιαν ένταση ανηλεή. Και το φως, οξύ, σπαράζει διαρκώς πάνω στη γυμνή γη των Κυκλάδων, στους βράχους τους, επηρεάζοντας τη μορφή τους, δίνοντάς τους κάτι ασκητικό, την αίσθηση μιας αέναης πάλης με τον πειρασμό και με το πάθος. Στη βλογημένη γη της Λέσβου τα πράματα είναι διαφορετικά. Εδώ δεν υπάρχει πάλη, δεν υπάρχει αγώνας, δεν υπάρχουν δυνάμεις αντιμαχόμενες, ήθος ασκητικό. [...] (Από την έκδοση)