Πριν από μερικά λεπτά, ήταν παράξενη η ζωή· τώρα, εξίσου παράξενος ήταν ο θάνατος. Έχοντας σταθεί στα πόδια της, η νυχτοπεταλούδα κειτόταν πλέον ήρεμη, παραιτημένη και απόλυτα αξιοπρεπής. Τί τα θες, έμοιαζε να λέει, ο θάνατος είναι πιο δυνατός από μένα.
Στο ημερολόγιό της, με ημερομηνία 17 Φεβρουαρίου 1922, η Βιρτζίνια Γουλφ έγραφε ήδη σε ηλικία σαράντα ετών : «Ήθελα να μιλήσω για το θάνατο αλλά, ως συνήθως, μπήκε στη μέση η ζωή».
Παρόλο που ήταν φτιαγμένη από σάρκα, κόκαλα και πνεύμα˙ παρόλο που ήταν πλάσμα προικισμένο, ερωτικό, η Βιρτζίνια Γουλφ σχοινοβατούσε ανέκαθεν ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο.
Λίγες μέρες πριν από την αυτοκτονία της έγραψε το σύντομο πόνημα που δημοσιεύουμε εδώ, ανέκδοτο μέχρι σήμερα στη γλώσσα μας.
Η ιστορία εκτυλίσσεται το 1941 στην αγγλική εξοχή. Μια νυχτοπεταλούδα ψυχορραγεί˙ η αφηγήτρια την παρατηρεί, σχολιάζει την παρατεταμένη, αργή αγωνία του θανάτου με συμπόνια. Και μας κάνει να αναρωτιόμαστε κατά πόσο η Γουλφ είναι το μικρό ετοιμοθάνατο ζωύφιο ή απλώς η μάρτυρας του τέλους του.