Οι μελέτες που δημοσιεύουνται σ' αυτό τον τόμο γράφτηκαν από τα 1936 ως τα 1943 σε περιστάσεις δυσμενείς. Γιατί ο συγγραφέας είτε δεν είχε στη διάθεσή του τα απαραίτητα βιβλία· είτε τις έγραψε μακριά από συντρόφους που θα τον βοηθούσαν, κρίνοντας ή επικρίνοντας, να σκεφτεί καλύτερα· είτε γιατί δημοσιεύτηκαν σε καιρούς (1936-1940) όπου η λογοκρισία εμπόδιζε τη συζήτηση χωρίς ορισμένα αποσιωπητικά. Ο "Διάλογος πάνω στην ποίηση" λ.χ. που έγινε με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, τέλειωσε όταν ο Τσάτσος ήταν πολιτικός εξόριστος σ 'ένα νησί και από εκεί έστειλε την τελευταία του απάντηση.
Έτσι, οι μελέτες αυτές είναι σημαδεμένες από τις περιστάσεις, έχουν δηλαδή, εκτός από τα ψεγάδια του συγγραφέα, και τα ψεγάδια των καιρών. Το σημειώνω αυτό όχι για να ζητήσω την επιείκεια (η επιείκεια σε τέτοια πράγματα είναι πάντα βλαβερή) αλλά για να εξηγήσω την απουσία ορισμένων σημείων από τα κείμενά μου, σημείων που αισθάνομαι την έλλειψή τους.
Σ' αυτές τις ελλείψεις θα έπρεπε να προστεθούν και άλλες που οφείλονται στην πνευματική γαλήνη και στον υλικό χρόνο που μπορούσα να διαθέσω για τέτοιες ασχολίες. Έτσι λ.χ. θα ήθελα να είχα συμπεριλάβει σ' αυτόν τον τόμο μια δοκιμή για τον Καβάφη που απασχόλησε τόσο πολύ τη γενεά μου. Μια μελέτη για τον Αλεξανδρινό ποιητή, σαν ένα σημάδι ενός σύγχρονου κόσμου που σβήνει και σαν τον τελευταίο εκπρόσωπο μιας μακρόχρονης ελληνικής παράδοσης που έσβησε (εννοώ: τη "λογία" ελληνική παράδοση), θα συμπλήρωνε κάπως τη μισοτελειωμένη εικόνα που δίνω στις ακόλουθες σελίδες. Είχα αρχίσει μια τέτοια εργασία, αλλά δεν ξέρω αν θα φτάσει ποτέ στο τέλος. Λυπούμαι, γιατί νομίζω πως ο Καβάφης είναι το σημείο όπου μια παράδοση νεκρών "καταναλίσκεται" μέσα στη ζωή, και λυπούμαι ακόμη γιατί αισθάνομαι πως κάτι χρωστούσα ν' ανταποδώσω στην Αλεξάνδρεια.
Τελειώνοντας, θα ήθελα να προσθέσω πως, με τις σημερινές συνθήκες της ζωής μας, αυτό το βιβλίο δε θα είχε δημοσιευτεί χωρίς την ευγενικιά και παραινετική φροντίδα λίγων φίλων που νόμισαν πως έπρεπε να κυκλοφορήσει α