Το ξυπνητήρι κουδούνιζε σαν δαιμονισμένο. Δεν είχε καταφέρει να κλείσει μάτι όλη τη νύχτα. Ο ύπνος του ήταν ακόμα μια φορά, ταραγμένος. Το ελάχιστο διάστημα που κατάφερε να κοιμηθεί, περίεργα όνειρα τον κυνήγησαν κάνοντάς τον να νιώσει φόβο και θλίψη μαζί. Η μέρα κατέφθασε ανησυχητική για τον Κλέωνα, σαν τη συνέχεια μιας δύσκολης νύχτας. Έσυρε αργά το βήματά του στην κουζίνα. Ένας Ήλιος εκτυφλωτικός, χόρευε με αναίδεια μπρος στα μάτια του, γελώντας του με ειρωνεία, έτσι φάνηκε τουλάχιστον στον Κλέωνα. [...] (Από την έκδοση)