Στο δρόμο για το Δούναβη, ο Στεφάν και η Δανάη παρέμεναν σιωπηλοί. Σταμάτησαν στην καινούργια γέφυρα του πλωτού ποταμού, νοτιοδυτικά του Βουκουρεστίου, εκείνη που συνδέει την πόλη Καλαφάτ της Ρουμανίας με το Βίλντιν της Βουλγαρίας. Βγήκαν από το αυτοκίνητο και περπάτησαν κατά μήκος της γέφυρας. Η χιονόπτωση αυξανόταν περισσότερο, ενώ οι πυκνές νιφάδες χιονιού, κινούμενες σ' έναν παράξενο χορό, έπεφταν πάνω στα μαλλιά τους, στο πρόσωπό τους, στα χέρια τους. Ο Στεφάν με μια ιπποτική κίνηση στράφηκε προς το μέρος της Δανάης: -Ωραία μου κυρία! -Ευγενικέ μου κύριε! -Χορεύουμε; -Πολύ ευχαρίστως! Άρχισαν να σιγομουρμουρίζουν τους στίχους του "Γαλάζιου Δούναβη" -του γαμήλιου αυτού τραγουδιού- με τη Δανάη να αφήνεται στην αγκαλιά του και τον Στεφάν να ηγείται του χορού και οι δύο μαζί να στροβιλίζονται στο ρυθμό του ή μάλλον να γλιστρούν όλο χάρη και αρμονία στο χιόνι. Ο Δούναβης απλωνόταν μπροστά στα πόδια τους κι έφθανε μέχρι τον ορίζοντα στο βάθος τόσο αχανής, ώστε δεν ξεχώριζες πού άρχιζε και πού τέλειωνε ο ουρανός` τόσο απέραντος, όσο η αγάπη τους τόσο άγριος, όσο το πάθος τους τόσο πολύτιμος, όσο η ζωή` τόσο τρομακτικός, όσο ο θάνατος. ...Ο Δούναβης θα φέρει κοντά -με μια ακατανίκητη, όσο και επικίνδυνη έλξη- τον Στεφάν και τη Δανάη, δύο ανθρώπους αντίθετους από κάθε άποψη, που όμως θα αγαπηθούν με πάθος και θα συγκρουστούν μ' έναν κόσμο γεμάτο προκατάληψη.