Το παρόν έργο έχει ως αντικείμενό την ανάλυση DNAστην ποινική δίκη. Ο χώρος των ανακριτικών πράξεων είναι, όχι λίγες φορές, ερμηνευτικά δυσπρόσιτος και εφαρμοστικά επώδυνος. Η ελλειπτικότητα του κανονιστικού πλαισίου δεν επιτρέπει ασφαλείς προσεγγίσεις και η διαδικασία αυτή καθεαυτή συνιστά προσβολή των εννόμων αγαθών του εμπλεκόμενου προσώπου. Σε μια τέτοια δικονομική περιοχή ανήκει και η ανάλυση DNA ως μορφή πραγματογνωμοσύνης. Η συγκεκριμένη μορφή πραγματογνωμοσύνης τοποθετείται εκεί ακριβώς όπου η σύγκρουση ανάμεσα στα δύο βασικά χαρακτηριστικά της ποινικής δίκης -την αποτελεσματικότητα και τη δικαιότητα- προσλαμβάνει οξεία έκφραση. Η αναζήτηση της χρυσής τομής και του (ευρύτερα αποδεκτού) μέτρου δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση, αφού η ένταση της καταστολής μπορεί να ταυτιστεί με την πλήρη απο-νομιμοποίηση, αν παραγνωριστεί η νομιμότητα και η αναλογικότητα. Στο πρώτο μέρος αναλύεται το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο της ανάλυσης DNA στην ποινική δίκη και εξετάζεται η νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με τη λήψη γενετικού υλικού και την τήρηση αρχείων DNA στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας. Στο δεύτερο μέρος εξετάζεται το ελληνικό θεσμικό πλαίσιο της ανάλυσης DNA στην ποινική δίκη και ειδικότερα ζητήματα αναφορικά με την ανάλυση και τον εξαναγκασμό, τη χρήση βίας κατά τη λήψη υλικού καθώς και την αρχειοθέτηση των γενετικών αποτυπωμάτων. Το έργο συμπληρώνεται με παράρτημα σχετικών αποφάσεων (ΕΔΔΑ, ΑΠΔΠΧ, Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής κ.α.) και αλφαβητικό ευρετήριο.