"Δεν ξέρω πως πέρασαν οι μέρες. Το μόνο που ήξερα ήταν πως έπαψα να είμαι μόνη. Σπίτι μου ήταν όπου ζούσε κι ανάσαινε αυτός, και δε σκεφτόμουν πια το πατρικό μου. Τις μακρόσυρτες ώρες της ημέρας, όταν εκείνος έλειπε, καθόμουν και γύριζα στο μυαλό μου τα λόγια του. Θυμόμουν τα μάτια του, το πρόσωπό του, την καμπύλη των χειλιών του, το τυχαίο άγγιγμα του χεριού του στο δικό μου, καθώς γύριζε τη σελίδα του βιβλίου που ήταν στο τραπέζι μπροστά μας. Όταν νύχτωνε και ήταν εκεί, πλάι μου, τον κοίταζα κρυφά κι άφηνα την καρδιά μου να πλημμυρίζει από την μορφή του την ώρα που με δίδασκε. Μέρα-νύχτα τον σκεφτόμουν, ώσπου, όπως το ποτάμι που την άνοιξη γεμίζει τα ξερά κανάλια και τα πάντα με ζωή για καρποφορία, έτσι και η σκέψη για τον άντρα μου έγινε για μένα ποτάμι και γιόμισε κάθε μου μοναξιά κι ανάγκη". (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)