Οι συμβολές του παρόντος τόμου επιχειρούν να διερευνήσουν από μια κοινωνιολογική και ανθρωπολογική οπτική τον τρόπο με τον οποίο τα κοινωνικά υποκείμενα βιώνουν τη διαδικασία καθώς και τη σημασία του γεγονότος ότι έχουν περιέλθει σε καθεστώς εργασιακής αποστέρησης και ανασφάλειας. Ιδιαίτερη έμφαση αποδίδεται στο ότι η κατάσταση αυτή λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο μιας τάσης που με σταθερό ρυθμό, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, αποκτά αυξανόμενη ορμή και αφορά στη μετάβαση από μια "κοινωνία της αφθονίας" σε μια άλλη και διαφορετική, που το κυρίαρχο γνώρισμά της είναι η ολοένα και μεγαλύτερη εργασιακή ανασφάλεια και αβεβαιότητα. Όπως και αν ονομάζει κανείς την περίοδο όπου εντάσσεται αυτή η αναδυόμενη και μάλλον εμμένουσα τάση, ύστερη νεωτερικότητα, μετανεωτερικότητα κ.λπ., γεγονός παραμένει ότι κυοφορεί και επιφυλάσσει με ιδιαίτερα σκληρό τρόπο βίαιες αλλαγές στον κόσμο της εργασίας, στα κοινωνικά πρότυπα, στο κοινωνικό κράτος και φυσικά στις συνδεδεμένες με αυτή πολιτικές.