Πώς να το γράψω να το δεις και πώς να σου το πω,
στους τέσσερις σκορπίζουνε ανέμους τα χαρτιά μου,
μπροστά μου μίλια απλώνεται νερό θαλασσινό,
κι αν το φωνάξω πνίγεται στο κύμα η λαλιά μου.
Μια αρχαία ξέρω προσευχή που κάνουν στο Περού,
με δίχως θυμιάματα, κεριά και μανουάλια,
αυτήν κι εσένα μυστικά έχω ξανά στον νου,
απόψε που σφυρίζουνε τρελοί καιροί στα στράλια.
Βαθιά η πλώρη χώνεται στην κάθε της βουτιά
και τρίζουν στο ξενέρωμα τρελά οι λαμαρίνες,
μ’ απ’ όλα τούτα πιο πολύ με πνίγει η μοναξιά,
πέρασε χρόνος που ξανά δεν σ’ είδα και δεν μ’ είδες.
Ποτέ σου μη μ’ αποξεχνάς και διώχνε το κακό,
θά ’δινα, τι δεν θά ’δινα, να σ’ ανταμώσω πάλι,
στη θολωμένη σκέψη σου, δέξου με ναυαγό,
το βράδυ τούτο πάνω σου να γύρω το κεφάλι.
Τις πόρτες κλείνω μέσα μου, ο φόβος να μην μπει,
μη με τρομάξουν οι καιροί κι οι κυματοχαράδρες,
με μια πελώρια στάμπα σου, που έχω στο κορμί,
απόψε ταξιδεύουμε μαζί για τις Μπαχάμες.