Τώρα ’ναι τα μάγια μου όλα σκόρπια χάμου
και δεν έχω δύναμη άλλη απ’ τη δικιά μου,
που είναι λίγη. Τώρα αλήθεια εσείς ορίζετε,
[…]
να μη μείνω σ’ τούτο το έρημο νησί,
παρ’ απ’ τα δεσμά μου βάλτε ευθύς σ’ ενέργεια
να με λύσετε με τα καλά σας χέρια.
Η γενναία πνοή σας πρέπει να γεμίσει
τα πανιά μου, ειδέ ο σκοπός μου θ’ αστοχήσει
που ήταν να σας αρέσω. Τώρα πια δεν έχω
πνέματα να βιάζω, τέχνη να γητεύω
και τελειώνοντας με πιάνει απελπισία,
έξω κι αν με ζωογονήσει η ικεσία
που κατακυριεύει τόσο που σκλαβώνει
το ίδιο το Έλεος κι απ’ τα σφάλματα λυτρώνει.
Έτσι να ’ν’ τα κρίματά σας σχωρεμένα
δώστε μου καλόγνωμα άφεση κι εμένα.