Σὲ μέρη μαῦρα ἀπόμερα ὅλο πᾶνε, δές, καὶ ἀράζουν
τὸ μεσημέρι τὰ κοράκια καὶ οἱ σκληρὲς κρωξιές τους.
Ξυστὰ περνοῦν πλάι στὴ λαφίνα κάποτε οἱ σκιές τους,
καὶ πάλι κάποτε μὲς στὴ μαυρίλα τους σχολάζουν.
Καμιὰ φορὰ καὶ τὴ γαλήνη τὴ φαιὰ χαλᾶνε
ποὺ τὸ χωράφι ἁπλώνει καὶ στὸ χῶμα του τὰ φέρνει
σὰν τὴ γυναίκα ποὺ ἕνα νιῶσμα τήνε παρασέρνει,
μὰ εἶν᾽ καὶ φορὲς ποὺ θὰν τ᾽ ἀκούσεις νὰ φτεροκοπᾶνε
γιὰ τὸ ψοφίμι ποὺ ἀπὸ κεῖθε κάπου ἀλλοῦ μυρίζουν,
καὶ ξαφνικὰ πρὸς τὸν Βορρᾶ τραβοῦν νὰ βροῦν δυσώδη
τροφὴ νὰ τὰ χορτάσει μοιάζοντας τότε μὲ ξόδι —
καὶ στοὺς ἀγέρες χάνονται ποὺ ἀπὸ ἡδονὴ τρεμίζουν.
Die Raben