Ένας άντρας κρατάει μία βαλίτσα, μία γυναίκα έχει δίπλα της μια γυάλα. Ταξιδεύουν σε μία παραλία αγεωγράφητη, όπου δεσπόζουν μικρά επεισόδια της μνήμης στραμμένα στη θάλασσα, καθώς αυτά περιπλέκονται και διαδέχονται το ένα το άλλο. Αφορμή τους το υγρό στοιχείο και προορισμός τους μια διαπίστωση, το πώς αυτό παρασέρνει τον μέσα κόσμο τους. "Στην αρχή, έκλεινα τα μάτια κι έβλεπα θάλασσες. Αλλά, μετά; Μετά, οι ρυθμοί ήταν τόσο εξοντωτικοί, που έπεφτα και κοιμόμουν μεμιάς. Ούτε σε σκεφτόμουν, ούτε τίποτα... Κρατάω ημερολόγιο, ακόμα, όχι πως δεν κρατάω... μυστικά, όμως κι όχι το ίδιο τακτικά, όχι και κάθε μέρα. Πού και πού πια, μονάχα, υπογραμμίζω καμιά λέξη με μπλε γραμμή. Σαν κύμα, κατάλαβες; Μου λείπουν. Είναι σαν να τα βλέπω όλα μπροστά μου. Κι εσένα μαζί...", μονολογεί η γυναίκα στα βόρεια. "Κάπου ένα σχέδιο γεννιέται ήδη, να τη χωρίσουν fifty = fifty, δικιά μου τόση, τόση δικιά σου. Και ούτε κουβέντα ξανά για αγάπες, αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Και μέσα σ’ εξήντα, εβδομήντα χρόνια; Δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται...", απαντά ο άντρας;