Το αρχαίο ελληνικό δράμα αποτελεί πάγια πηγή έμπνευσης νεότερων δημιουργών που συχνά ανατρέχουν, συμπληρωματικά, σε παράπλευρες μυθολογικές πηγές των θεμάτων τους. Τα σύγχρονα δράματα, με άμεση ή έμμεση αναφορά σε έργα της αρχαιοελληνικής δραματικής ποίησης, ανασκευάζουν τον δραματικό μύθο ή χρησιμοποιούν μυθολογικές παραλλαγές του προκειμένου να ικανοποιήσουν τις πολιτικό-κοινωνικές απαιτήσεις της εποχής τους. Συχνά αυτό γίνεται σε βαθμό ανατρεπτικό του έργου αναφοράς οδηγώντας σε παρερμηνείες ή παραναγνώσεις του. Το ίδιο συμβαίνει άλλωστε και σε σκηνικές εκφωνήσεις που στηρίζονται σε αττικές τραγωδίες ή κωμωδίες, σε μια προσπάθεια ικανοποίησης νέων αισθητικών, ιδεολογικών ή πολιτικών αιτημάτων. Ωστόσο, το θεωρητικό ενδιαφέρον όλων αυτών των επανεγγραφών ή και της απλώς δυνητικής παρουσίας αρχαιοελληνικών δραμάτων σε σύγχρονα έργα έγκειται, αφενός, στον εντοπισμό των ευρύτερων ή μικρότερων διακειμενικών μονάδων ώστε να αναδειχθούν τα ακριβή όρια του διαλόγου που εγκαθιδρύεται μεταξύ δύο κειμένων και, αφετέρου, στις διαστάσεις που δίνει η ερμηνευτική συμβολή του νεότερου κειμένου στο αρχαίο κείμενο διανοίγοντας νέες οπτικές πρόσληψής του ή φέρνοντας στην επιφάνεια περισσότερο ή λιγότερο άδηλες σημασίες του. Η διακειμενική ανάλυση καθίσταται έτσι δείκτης της σύγχρονης πρόσληψης του αρχαίου δράματος από τους σύγχρονους δραματουργούς (και σε ένα άλλο επίπεδο, από τους σκηνοθέτες), εκφραστές των σύγχρονων αισθητικών, ιδεολογικών ή κοινωνικών προβληματισμών. Τα κείμενα του παρόντος τόμου αποβλέπουν στο να ικανοποιήσουν την παραπάνω υπόθεση, εξετάζοντας εκ του σύνεγγυς σύγχρονα δραματικά κείμενα, χρησιμοποιώντας κοινά εργαλεία προερχόμενα από την θεωρία της πρόσληψης και άλλες αναγνωστικές θεωρίες αφενός και, αφετέρου, από τηθεωρία της διακειμενικότητας και τις ποικίλες διατυπώσεις της (Μπαχτίν, Κρίστεβα, Ζενέτ, Μπαρτ κ.ά.), διαφοροποιούμενα στη συνέχεια μεταξύ τους ως προς τα ακριβή θεωρητικά εργαλεία και τον τρόπο εφαρμογής τους με γνώμονα τις ανάγκες του εκάστοτε