Αποσυσκευάζω τη βιβλιοθήκη μου. Μάλιστα. Άρα δεν είναι ακόμη στα ράφια, δεν την περιβάλλει η αθόρυβη ανία της ταξιθέτησης. Ούτε μπορώ να βηματίσω κατά μήκος των ζυγών της, για να τους επιθεωρήσω ενώπιον αγαπητών και φιλήκοων προσώπων. Τίποτε από όλα αυτά δεν έχετε να φοβηθείτε. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σας ζητήσω να μεταφερθείτε μαζί μου στην αταξία των διαρρηγμένων κιβωτίων, σε μιαν ατμόσφαιρα κορεσμένη από τη σκόνη του ξύλου, σ' ένα πάτωμα στρωμένο με σκισμένα χαρτιά, ανάμεσα σε σωρούς βιβλία που αποστέλλονται πάλι στο φως της ημέρας ακριβώς μετά δύο έτη σκότους, ώστε να συμμεριστείτε εκ των προτέρων κάτι από τη διάθεση -διόλου ελεγειακή, άλλα μάλλον τεταμένη- που αφυπνίζουν σε έναν γνήσιο συλλέκτη αυτοί ακριβώς οι τόμοι.
Η ύπαρξη του συλλέκτη διέπεται από μια διαλεκτική ένταση μεταξύ των πόλων της αταξίας και της τάξης.
Κάθε πάθος συνορεύει με το χάος, όμως το συλλεκτικό πάθος εγγίζει τα όρια του χάους των αναμνήσεων. Αυτό που ωστόσο θέλω να πω είναι κάτι περισσότερο: Το τυχαίο, το πεπρωμένο -που εμποτίζουν με το χρώμα τους τα περασμένα μπροστά στα μάτια μου- είναι συγχρόνως και εμφανώς παρόντα στον συνηθισμένο κυκεώνα των βιβλίων. Γιατί τί άλλο είναι αύτη η κατοχή παρά αταξία, όπου η συνήθεια έχει γίνει τόσο οικεία ώστε μπορεί να φαίνεται σαν τάξη;