Το βιβλίο αυτό αποτελεί μία πολύ σημαντική ανάλυση του τι πραγματικά συμβαίνει κεκλεισμένων των θυρών τόσο κατά τη διάρκεια ενός προγράμματος οικονομικής διάσωσης όσο και μετά από αυτό.
Κατά την τελευταία δεκαετία, πέντε κυβερνήσεις κρατών της Ευρωζώνης που αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες, έλαβαν βοήθεια από διεθνείς δανειστές, υπό τον όρο ότι θα εφάρμοζαν ορισμένες πολιτικές οι οποίες θα προσδιορίζονταν σε Μνημόνια Συνεργασίας. Πώς, άραγε, διεξήχθησαν οι διαπραγματεύσεις μέσα σε αυτό το πλαίσιο; Τι περιθώριο ελιγμών διέθεταν οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών; Μετά την αιρεσιμότητα, σε ποιο βαθμό οι κυβερνήσεις ήταν πρόθυμες και ικανές να αναστρέψουν τις αλλαγές που τους είχαν επιβάλει οι διεθνείς δανειστές;
Το βιβλίο αυτό διερευνά τους περιορισμούς που αντιμετώπισαν τα κυβερνητικά στελέχη των πέντε χωρών της Ευρωζώνης που μπήκαν σε προγράμματα διάσωσης, τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά την κρίση, από το 2008 έως το 2019. Οι συγγραφείς δείχνουν ότι, παρά τις διεθνείς πιέσεις των αγορών και την αιρεσιμότητα, οι κυβερνήσεις διέθεταν περιθώριο ελιγμών κατά τη διάρκεια ενός προγράμματος προσαρμογής και ότι κατόρθωσαν να υποστηρίξουν, να αντισταθούν, να διαμορφώσουν ή να αναστρέψουν κάποιες από τις πολιτικές που απαιτούσαν οι εξωτερικοί δρώντες. Υπό ορισμένες συνθήκες, οι εγχώριοι δρώντες κατόρθωσαν, επίσης, να αξιοποιήσουν τους περιορισμούς της αιρεσιμότητας προς όφελός τους.
Στο Αξιοποιώντας τους περιορισμούς αποδεικνύεται ότι, μετά από ένα πρόγραμμα διάσωσης, οι κυβερνήσεις διαθέτουν τη δυνατότητα να αναστρέψουν τα μέτρα εκείνα που θα τους αποφέρουν τα μεγαλύτερα εκλογικά οφέλη με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Οι συγγραφείς ερμηνεύουν με πολύτιμη οξυδέρκεια τους καθοριστικούς παράγοντες: τη διαπραγματευτική μόχλευση, τη σημασία της αξιοπιστίας και τα όρια της αιρεσιμότητας. Τα ευρήματά τους μπορούν να εμπλουτίσουν τις διαδικασίες ευρωπαϊκών και διεθνών δανεισμών κατά τη διάρκεια μελλοντικών κρίσεων.
Το βιβλίο είχε επιλεγεί ανάμεσα στους τέσσερις επικρατέστερους