Γλώσσα μου ετοιμοθάνατη σε κλαίω κλαίνε τα μάτια μου και κλαίει η καρδιά, γιατί κάθε ώρα πιο πολύ σε βλέπω πάντα πικρά να κλαις και μ' αγωνία. Πού είναι ο καιρός που στα χωράφια σε τραγουδούσαν τότε όλοι με χάρη, η ομορφονιά πάνω στον βράχο ανοίγοντας τα σύκα και κουβαλώντας τα απ' τη συκιά το παλικάρι; Σε τραγουδούσε ο παππούς και το εγγόνι, νύφη και πεθερά με τυλιγάδι, γιαγιά και εγγονή στον αργαλειό τους για σε μιλούσανε υφαίνοντας με χάρη.