«ΧΑΡΤΙΝΑ, Ι»:
Βγάλε τα χέρια σου απ' τις τσέπες.
Στάσου ίσος.
Τ' άγαλμά σου τόκρυψες
μέσα στη βαθειά ντουλάπα
έτσι να μη φαίνεται.
πώς το μιμείσαι.
Χρώματα είπες;
Χρώματα ναι.
Όνειρο
με τις σχισμές στο στόμα
με τον καθρέφτη βυθισμένο
στο σβησμένο φως.
Φθινόπωρο
με το σκοινί δεμένο
στον κορμό της ελιάς
η χαρτονένια προσωπίδα
δεν κρατάει το νερό -
τρέχει απ' τα μάτια.
Να πάρεις το μόνιππο.
Σαν βγεις απ' το δάσος
πρόσεξε
το μουσκεμένο άλογο
μπροστά στη Σφίγγα.
Τα στενά σιδερένια παπούτσια.
Δρόμος και δρόμος.
Η δόξα.
Ύστερα
οι τρύπιες παντούφλες στο τραπέζι
οι σημαίες στη ναφθαλίνη [...]
(Από την έκδοση)