Κάθομαι στ’ αυγά μου και κλωσάω. Μα το μολύβι, επίγονος του Ευρυσθέα, με προκαλεί φιλάρεσκα: «Γράψε κάτι». Τσιμπάω εγώ και γράφω κάτι. Γίνεται δύο κάτι, μετά... Αποικία από πεταλίδες σε ηλικία αναπαραγωγής, κατακλύζουν οι λέξεις το χαρτί. «Κόψε κάτι» λες «πολυλογείς». Μάταια. Λερναία Ύδρα οι λέξεις. Μία κόβεις δύο φυτρώνουν. Να, το ένα ποίημα, να, το άλλο. Να, το βιβλίο που περιμένει καρτερικά να διαβαστεί, να ξεγελάσει εφήμερα τη λήθη.
Σε σας εναποθέτει τις ελπίδες του.