Ζεστό καλοκαιριάτικο πρωινό σ’ εκείνο το ακροχώρι της Ιθάκης. Ο Χρύσανθος γυμνασμένος και "μπρούτζινος" από τον ήλιο κατέβηκε ξυπόλυτος από το ξενοδοχείο κρατώντας ένα ποτήρι ουίσκυ, έφτασε στην αμμουδιά, απόλαυσε το γαλήνιο κύμα που του χάιδευε τις πατούσες και βλέποντας τα γραφικά σπίτια μακρυά στην κοιμισμένη πολιτεία, κατάπιε το ουίσκυ του μονορούφι, πέταξε το ποτήρι και άρχισε να γελά βροντερά. Μετά αισθάνθηκε πως και το γέλιο του ήταν αμήχανη φυγή που κατέληξε σ’ ένα υπολανθάνοντα λυγμό. "Τι είναι η ζωή", μουρμούρισε δυνατά, "ένα παζλ, ένα καλειδοσκόπιο ή μπούμεραγκ;" είπε ερωτηματικά.