«Ξαπλωμένος ανάσκελα, γουστάρω που η Mαργαρίτα μου ξεκουμπώνει το πουκάμισο. Θά τη φιλούσα με λατρεία, άμα δεν είχε γεμίσει το στόμα μου αίμα. «Mπαμπά, μπαμπάκα!» φωνάζει ο Φρίξος. Δεν τρέχει στον Παρασκευά, έρχεται προς το μέρος μου. Γιο πρώτη και τελευταία φορά αισθάνομαι τι σημαίνει πατρική περηφάνια. Στο ταβάνι, πλάι στον πολυέλαιο, αχνίζει μια μεγάλη κηλίδα. Δέν είναι, λοιπόν, δύσκολο ν' ανέβω ώς εκεί πάνω. Θα ρίξω μια αφ’ υψηλού ματιά στο πλήθος των ανθρώπων κι ύστερα θα περάσω από μέσα της και θα εκτοξευτώ στον ουρανό για να προϋπαντήσω τον καινούργιο χρόνο.»