Εικάζω πως δεν είναι τυχαίο ότι το κείμενο αρχίζει με τον Αντριά να περπατά στους "βρεγμένους δρόμους της Βαλκάρκα" (11) και τελειώνει με τις φράσεις: "Άνοιξα την τηλεόραση και ο παρουσιαστής του μετεωρολογικού δελτίου, με νυσταγμένο ύφος, με διαβεβαίωσε ότι τις επόμενες ώρες η θερμοκρασία θα πέσει απότομα και θα σημειωθούν σποραδικές βροχοπτώσεις" (703). Μήπως έρχεται ένας νέος Κατακλυσμός για να εξολοθρεύσει την παγκόσμια πλέον βαρβαρότητα που επιβάλλει στους λαούς η κυριαρχία των χρηματαγορών; "Οι λαοί υποφέρουν από κάποια μοιραία πολιτική ασθένεια", γράφει ο Βίκο. Τα άνθη του Κακού εξακολουθούν να θεριεύουν. Η ιδεολογία του ναζισμού εκλέγει τώρα στην Ευρώπη κυβερνήσεις. Εκατομμύρια ανθρώπων περιπλανώνται τώρα ανέστιοι λόγω ψυχρά υπολογισμένων κατακτητικών πολέμων. Η απάντηση στο γιατί της μικρής Αμέλια δεν δόθηκε. Η απορία παραμένει. Confiteor. Mea culpa. Διαβάζοντας όμως τον Βίκο, κατάλαβα πως η σύνδεση της αφηγηματικής δομής με τον εννοιολογικό καμβά στο Confiteor βρίσκεται ακριβώς στην πράξη της συγγραφής του. Γιατί η λογοτεχνία, όπως και η τέχνη, "είναι μια δυναμική γραμμή, που ξεκινά απ’ τις σπηλιές της χαράδρας της Βαλτόρτα και δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, αφού εξακολουθεί να υπάρχει η ανθρωπότητα" (448). Η θέση αυτή δικαιώνει και τη γραφή της ποίησης μετά το Άουσβιτς. Στο χάσμα που ανοίγεται ανάμεσα στο σημαίνον και το σημαινόμενο, μπροστά στην ανοιχτή, χαίνουσα προοπτική μιας νέας εποχής βαρβαρότητας, το ανείπωτο θα περιμένει πάντα την έκφρασή του. Τζ. Π.