Το βιβλίο αναφέρεται στη δημόσια τέχνη και στη διεύρυνση της συσχέτισής της με τη δημόσια σφαίρα, αποτέλεσμα της διεύρυνσης των ίδιων των καλλιτεχνικών μέσων και μεθόδων. Ο όρος «δημόσια τέχνη» (public art) εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1960 και εξαρχής συνδέθηκε με τον δημόσιο χώρο και την κρατική χρηματοδότηση, στην Ελλάδα δε για πολύ καιρό ταυτιζόταν αποκλειστικά με τη δημόσια/υπαίθρια γλυπτική. Η «νέα δημόσια τέχνη» διευρύνει το πεδίο των καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων που περικλείει ο όρος, συμπεριλαμβάνοντας την τέχνη με την κοινότητα, τη συμμετοχική/σχεσιακή τέχνη, τη net art κ.λ.π., ενώ ταυτόχρονα διατηρεί τη συσχέτισή της με τις έννοιες του δημόσιου, του κοινωνικού και του πολιτικού, και υποβαθμίζει τον χωρικό της προσδιορισμό.
Τα παραπάνω παρουσιάζονται μέσα από μελέτες περίπτωσης, ξεκινώντας από τη γλυπτική του βάθρου, και συνεχίζοντας με έργα που παρήχθησαν στη συνέχεια της σχεσιακής, της επιτελεστικής και της αρχειακής στροφής. Καθώς δε η βιβλιογραφία για τη σύγχρονη τέχνη προέρχεται κυρίως από τον διεθνή χώρο, αγνοώντας την ελληνική σκηνή, κρίθηκε σημαντική γι’ αυτόν τον τόμο η αναφορά σε εγχώρια παραδείγματα και εντοπισμένες ιδιαιτερότητες. Εξετάζεται έτσι η τέχνη στο αστικό τοπίο ως μνήμη, ιστορία και εικόνα μέσω της ανάλυσης παραδειγμάτων από τις πόλεις της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης (Χάρις Κανελλοπούλου, Παναγιώτης Μπίκας, Θανάσης Μουτσόπουλος). Μελετώνται βασικές έννοιες όπως οι έννοιες του δημόσιου και του ιδιωτικού, του τόπου και του χώρου καθώς και η αναπαράσταση των τελευταίων (Κώστας Βασιλείου, Δήμητρα Χατζησάββα, Ευφροσύνη Τσακίρη). Συζητούνται διευρυμένες τεχνολογικά χωρικές και επιτελεστικές πρακτικές, περιπατητικές επιτελέσεις, έμφυλες χωρικότητες και διαδράσεις μνήμης στη δημόσια σφαίρα (Βασίλης Ψαρράς, Μαρία Κονομή, Πάνος Κούρος). Τέλος, οι Εύα Φωτιάδη, Ελπίδα Καραμπά, Κώστας Ντάφλος επικεντρώνονται στο πεδίο της νέας δημόσιας τέχνης και της (ψηφιακής) δημόσιας σφαίρας.