Στο τέλος του πρώτου μέρους [Δρακώνια – Η προφητεία], οι τέσσερεις φυλές έχουν ενωθεί. Το ξόρκι της λήθης διαλύεται. Ο λαός αρχίζει να θυμάται. Η Ανέλια, ο Πάλα, η Τανάι και ο Γκρον, φτάνουν έξω από τα τείχη της Ντράγκονλαγκ. Μα τι μπορεί να κάνουν τέσσερεις απέναντι στον στρατό του σφετεριστή;
Η ώρα για μία κατά μέτωπον επίθεση δεν έχει φτάσει ακόμη. Τα δύο κορίτσια πρέπει να κρυφτούν, μέχρι ο Γκρον και ο Πάλα να συλλέξουν πληροφορίες. Οι κρυφές σήραγγες, μέσα από τις οποίες φυγαδεύτηκε η πριγκίπισσα είναι το κατάλληλο σημείο για να κρυφτούν μέχρι να φτάσει η στιγμή της αποκάλυψης.
Ο χρόνος όμως δεν είναι με το μέρος τους, καθώς η γη της Δρακώνια μολύνεται, σαπίζει, από την αποκοπή της με τους αληθινούς δράκοντες.
Θα καταφέρει η Ανέλια να υπερισχύσει του Ταλίεμπον, το νόμιμο του άνομου, η απειρία της εμπειρίας;
Θα έχει η Δρακώνια τον πραγματικό άρχοντά της;
«… Έπεσε πάνω τους ο δράκοντας σαν κεραυνός. Ο Ταλίεμπον είχε τα μάτια του στραμμένα πάνω του. Μα όση ώρα και αν περνούσε δεν έδειχνε σημάδια μεταμόρφωσης. Μόνο σημάδια εξάντλησης και παραίτησης. Οι κινήσεις του άτεχνες, βιαστικές. Ο Ταλίεμπον έκανε μια γκριμάτσα απέχθειας, που χάθηκε κάτω από τα υφάσματα που έκρυβαν το πρόσωπό του. Έκανε νόημα στους άντρες του να τον ξεκάνουν κι εκείνοι σαν λύκοι τον περικύκλωσαν. Τον τσιγκλούσαν με τις μύτες των σπαθιών. Τον κούραζαν. Τον πλήγωναν. Τον περιγελούσαν.
Κι εκείνος συνέχιζε να παλεύει, με το δεξί του χέρι κρεμασμένο, άχρηστο. Το σπαθί πέρασε στο αριστερό. Από δεκάδες τρύπες το αίμα φουρφούριζε. Στο πρόσωπό του μια χαρακιά αλλοίωνε τα αρχοντικά χαρακτηριστικά του. Το δέρμα του φάνταζε σταχτί. Μια μαχαιριά σακάτεψε το αριστερό του πόδι. Ο δράκοντας γονάτισε. Για πρώτη φορά μετά από εκατοντάδες χρόνια, ένας δράκοντας γονάτιζε μπροστά στους εχθρούς του.
Η βασιλεία των δράκων θα τελείωνε με εκείνον…»