Το αρχαίο ελληνικό δράμα κατέχει σημαντική θέση στον συνεχιζόμενο διαπολιτισμικό διάλογο όπως αυτός εξελίσσεται, διευρύνεται, αναμορφώνεται.
Το ερώτημα που θα ήθελα να θέσω εξαρχής είναι το εξής: κατά πόσο ένα θέατρο, δημιούργημα μιας κοινωνίας που άκμασε πριν από 2.500 χρόνια, μπορεί να αντιμετωπίζεται κατά τον διαπολιτισμικό διάλογο με μη δυτικούς πολιτισμούς (σκηνικές αναγνώσεις Ασιατών, Αφρικανών, κ.ά.) στην ίδια βάση με ευρωπαϊκά έργα (Ίψεν, Μπρεχτ, Τσέχωφ) του 19ου και 20ού αιώνα;
Ως αιτία του ανωτέρω, κατά πόσο η Δύση δικαιούται να αυτο-ορίζεται κληρονόμος και να οικειοποιείται πολιτισμικά αλλά και σκηνικά -και ως τέτοιο να το μεταβιβάζει σε μη δυτικούς πολιτισμούς αλλά και στη Δυτική περιφέρεια- το προϊόν μιας ιστορικο-κοινωνικά δεδομένης αλλά "απούσης" πολιτιστικής οντότητας (της Αρχαίας Ελλάδας); Ήτοι ένα είδος θεάτρου χωρίς ιστορική συνέχεια, το οποίο η Δύση προικοδότησε με τις δικές της αυθαίρετες σκηνικές ερμηνείες τις οποίες επιβάλλει ακόμα ως σκηνοθετικό "κανόνα" πρόσληψης του Αρχαίου Δράματος ή, αλλιώς, ασκώντας έναν ερμηνευτικό-παραστασιακό ηγεμονισμό.
Σκηνικές ερμηνείες υβριδικού χαρακτήρα οι οποίες, μέσω ενός ρομαντικού όσο και υποκριτικού ιδεώδους -απόρροια του δυτικού φαντασιακού-, θα μεταβιβαστούν στους αναδειχθέντες ως νόμιμους διαδόχους του πολιτισμού της Αρχαίας Ελλάδας, τους Νεοέλληνες, όχι ως κληρονόμων αλλά ως διαχειριστών της "κληρονομιάς" τους: το αρχαίο δράμα ανάγεται έτσι σε πεδίο ανάδειξης της ίδιας της αντιφατικής εικόνας της ελληνικής ταυτότητας καθώς οι αρχαιοελληνικές παραστάσεις των περισσότερων Ελλήνων σκηνοθετών του 20ού αιώνα και η πρόσληψή τους κινούνται μεταξύ "επιθετικού ιθαγενισμού" και ασυνείδητου "αυτο-οριενταλισμού".
Είναι αλήθεια ότι το αρχαιοελληνικό δράμα είναι κτήμα της ανθρωπότητας και αυτό σημαίνει αφενός ότι καμία συγκεκριμένη σύγχρονη κοινωνία δεν φέρει τίτλους εθνικής ιδιοκτησίας επάνω του. Σημαίνει αφετέρου ότι σε αυτό μπορούν να δοκιμαστούν διαφορετικές πολιτιστικές προσεγγίσεις - θεατ