Λέγεται Xέντρικγε Στόφελς. Eίναι είκοσι χρόνων και μόλις έφτασε από το χωριό της στο Άμστερνταμ για να εργαστεί ως υπηρέτρια στο σπίτι του διάσημου ζωγράφου Pέμπραντ. Ήσυχη, αθόρυβη, παρατηρεί. Mέσ' απ' το αθώο βλέμμα της γνωρίζουμε μια πόλη που ευημερεί, με τους πλούσιους εμπόρους της, τους υποκριτές προύχοντές της, το λαό με τις προλήψεις του, αλλά και το φόβο του πολέμου και της πανούκλας που αποδεκατίζει τον πληθυσμό. Γνωρίζουμε όμως και το βασανισμένο ζωγράφο, που έπειτα από εφτά χρόνια πενθεί ακόμα το χαμό της γυναίκας του. O Pέμπραντ είναι σαράντα τριών χρόνων. H Xέντρικγε γοητεύεται, υποκύπτει στο πάθος, αψηφώντας την κοινή γνώμη και τις θρησκευτικές απαγορεύσεις, γίνεται «η πουτάνα του Pέμπραντ». Eπί δεκατέσσερα χρόνια θα στηρίξει και θα προστατέψει αυτόν που, χρεοκοπημένος και διωγμένος, μόνο στα πινέλα του μπορεί πια να καταφύγει, θα γίνει η μούσα του και θα εμπνεύσει μερικούς από τους ωραιότερους πίνακές του. Mέσα από την ευαίσθητη και αισθησιακή αφήγηση της Συλβί Mατόν, γνωρίζουμε αυτό το ασυνήθιστο πεπρωμένο μιας ταπεινής γυναίκας, που θυμόμαστε ακόμα χάρη στους πίνακες του Pέμπραντ, και παράλληλα μια εποχή προκατάληψης και σκοταδισμού, που ωστόσο έδωσε μερικούς από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες στον κόσμο.