Στις αρχές του εικοστού αιώνα, ο Έντμουντ Χούσερλ εγκαθιδρύει ένα από τα μεγαλύτερα ρεύματα της σύγχρονης φιλοσοφίας, τη Φαινομενολογία. Εντός της φαινομενολογικής παράδοσης, με την πιο στενή ή και με ευρύτερη έννοια, κινήθηκαν έκτοτε εξαιρετικά σημαντικοί φιλόσοφοι, όπως ο Μαξ Σέλερ, ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο Μωρίς Μερλώ-Ποντύ, ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, η Χάνα Άρεντ, ο Εμμανουέλ Λεβινάς. Χωρίς αμφιβολία, η ορθή κατανόηση του ξεχωριστού χαρακτήρα και της συνεισφοράς αυτού του σπουδαίου φιλοσοφικού ρεύματος, απαιτεί την αποσαφήνιση των θεμελίων της φαινομενολογικής μεθοδολογίας και στάσης του φιλοσοφείν. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν κατανοήσουμε σε βάθος τη μετάβαση από την εμπειριστική ψυχολογία του Φραντς Μπρεντάνο -και τα χρέη αυτής της τελευταίας στη φιλοσοφική παράδοση του Αριστοτέλη και του Σχολαστικισμού- στον ιδιότυπο πλατωνισμό του ιδρυτικού κειμένου της Φαινομενολογίας, τις Λογικές Έρευνες (1900-01). Σε ένα τέτοιο εγχείρημα διαύγασης της γένεσης της Φαινομενολογίας, πριν την πραγματοποίηση της περιβόητης υπερβατολογικής στροφής του Χούσερλ στις "Ιδέες Ι" (1913), οι αναλύσεις στρέφονται κυρίως γύρω από το καινοτομικό περιεχόμενο των Λογικών Ερευνών και τις θεμελιακές χουσερλιανές ανακαλύψεις, δηλαδή τις φαινομενολογικές ιδέες περί αποβλεπτικότητας, κατηγοριακής εποπτείας, και του απριόρι.