Είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο σύγχρονος μετανεωτερικός άνθρωπος, ένεκα της νέας κοινωνικής δομής και τάξεως πραγμάτων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, έχει μεταβάλει την στάση και συμπεριφορά του έναντι της πίστεώς του στον Θεό. Η αλλαγή αυτή λαμβάνει την μορφή μη ευχαριστιακής θεωρήσεως και χρήσεως του κόσμου, που συνιστά την ουσία της εκκοσμικεύσεως, οδηγεί στον συσχηματισμό με τον κόσμο και καλλιεργεί μεταξύ του σκοπού της λατρείας και της κατανοήσεώς της μια διαφορά, ένα αληθινό χάσμα.
Μπροστά στην νέα πραγματικότητα θα πρέπει να αναρωτηθούμε, εάν μέσα στον σύγχρονο πολιτισμό και στον πλαστό ορθολογισμό του κόσμου τούτου, ο λαός μας ζει την Ευχαριστία ως σύναξη της εν Χριστώ οικογένειάς του, ως μετοχή στον θάνατο και στην Ανάσταση του Χριστού, σύμφωνα με την ζωή μέσα στην πρώτη εκκλησιαστιακή κοινότητα, «προσκαρτερούντες τη διδαχή και τη κοινωνία, τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς» (Πράξ. 2,42).
Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν ο εθιμικός κυριακάτικος εκκλησιασμός, το σύντομο κήρυγμα και η καθιερωμένη κατήχηση προσφέρουν μια αληθινά εκκλησιολογική και ευχαριστιακή κατεύθυνση, ή μήπως χαρακτηρίζονται από έναν άγονο ηθικισμό, έναν θρησκευτικό συναισθηματισμό και ανεπίγνωστο ατομικισμό; Είναι αλήθεια ότι πολλά απ' όσα γίνονται στην εκκλησιαστική πράξη δείχνουν ότι ποιμένες και ποιμαινόμενοι, κληρικοί και λαϊκοί, έχουμε ενδεχομένως υποστεί την αναπόφευκτη επίδραση μιας άλλης, μη ευχαριστιακής θεολογίας, η οποία δεν μας βοηθάει να ζήσουμε την ευχαριστιακή εμπειρία των Αγίων και των Πατέρων της Εκκλησίας, προκειμένου να κατανοήσουμε ορθά την δογματική διδασκαλία της πίστεώς μας.
Διότι, όταν η Εκκλησία γράφει το Ευαγγέλιο και διατυπώνει το δόγμα, εκφράζει το πλήρωμα της νέας εν Χριστώ ζωής που κρύβεται εντός της. Γι' αυτό ούτε το Ευαγγέλιο κατανοείται έξω από την Εκκλησία, ούτε το δόγμα έξω από την εκκλησιαστική λατρεία. Αυτή η εσωτερική ενότητα της Ζωής και της Αλήθειας είναι ο δυναμικός και ο αγιαστικός χαρακτήρας της Εκκλησίας. [...] (Από τον πρόλογο τη