Οι μόνες κουβέντες που είχε πει στη ζωή του ήταν "τα ρέστα σας".
Εγκλωβισμένος κι αυτός και η ζωή του και η ψυχή του στο περίπτερο όπου εργαζόταν χρόνια. Σαν κελί το περίπτερο, σα φυλακή ο εαυτός του. Έτσι ένοιωθε. Έτσι είχε επιλέξει να νοιώθει. Άτολμος. Φοβισμένος. Ένα ολόκληρο "σπίτι" απέναντι από το περίπτερό του, αλλά έρωτα δεν γνώρισε ποτέ. Τις γυναίκες που δούλευαν στο "σπίτι" τις κοίταζε, τις ξανακοίταζε, τις ποθούσε, τις ξαναποθούσε, "τα ρέστα σας" τους έλεγε όταν έρχονταν ν' αγοράσουν τσίχλες με άρωμα δυόσμο, αλλά μετά χαμήλωνε τα μάτια κατακόκκινος...
Ο άλλος, αληθινά φυλακισμένος αυτός. Για έγκλημα. Δεκαεννέα χρόνια κάθειρξη. Σε πραγματικό κελί εκείνος. Με φεγγίτη ψηλά, με καρέκλα που την έβαζε κάτω από το φεγγίτη και σκαρφάλωνε να κοιτάξει έξω· εκεί που ήταν η ψυχή του. Ανεγκλώβιστη. Ελεύθερη, όπως γεννήθηκε. Αδιαπραγμάτευτη στη δυστυχία, στη μιζέρια. Έτσι ακριβώς όπως γεννήθηκε. Άυλη. Προορισμένη να βρίσκεται μέσα κι έξω από την ύλη. Και πέρα από τα όρια της λογικής. Και πέρα από οποιαδήποτε όρια.
Βίοι παράλληλοι οι δυο τους, δρόμοι παράλληλοι, που δεν συναντήθηκαν ποτέ. Άγνωστοι μεταξύ τους. Περιπτεράς και φυλακισμένος. Ξένοι. Ως το τέλος. Ή, περίπου ως το τέλος. Γιατί, ο θάνατος, καμιά φορά, έρχεται και σμίγει εκείνους που καμιά ζωή δεν καταφέρνει τελικά να σμίξει...