Η κρίση του δημοσίου χρέους στην ευρωζώνη αποτελεί αναμφίβολα το μεγαλύτερο πρόβλημα για την Ε.Ε. κατά την ύστερη αυτή φάση της μεταψυχροπολεμικής περιόδου. Σε συνδυασμό δε με την ένταση του διεθνούς ανταγωνισμού, τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις στο Νοτιοανατολικό περίγυρο της Ευρώπης, αλλά και τις συναφείς προκλήσεις του ενεργειακού και του μεταναστευτικού, η κρίση προσλαμβάνει σύνθετες πολιτικές διαστάσεις δοκιμάζοντας τόσο το ενιαίο νόμισμα όσο και το ευρύτερο κεκτημένο του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
Η Ελλάδα, ως πλέον "αδύναμος κρίκος" της ευρωζώνης λόγω χρόνιων παθογενειών του μοντέλου ανάπτυξής της, βιώνει την έντονη αλληλεπίδραση μιας πολύπλευρης οικονομικής κρίσης και ενός ρευστού και μεγάλης γεωστρατηγικής σημασίας γειτονικού περιβάλλοντος, ενώ καλείται να υπερασπισθεί την ευρωπαϊκή της θέση και ρόλο. Από την άλλη πλευρά, η επίλυση του ελληνικού προβλήματος δεν μπορεί παρά να αποτελέσει μέρος μιας συνολικής ευρωπαϊκής λύσης, η οποία -αν και θεωρητικά γίνεται ευρέως αποδεκτή και καταβάλλεται προσπάθεια εγκαθίδρυσης σχετικών μηχανισμών- δεν είναι εύκολο να επέλθει χωρίς ευρύτερη στρατηγική αναμόρφωσης της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής.
Σε μια ραγδαία εξελισσόμενη εποχή, η πρόκληση ενός ρηξικέλευθου ευρωπαϊκού μεταρρυθμισμού προκύπτει από την ανάγκη πολιτικοθεσμικής και δημοκρατικής θωράκισης του ευρωσυστήματος έναντι της βιαιότητας των αγορών, αλλά και προσδιορισμού του νέου μεταΟΝΕ αναπτυξιακού και κοινωνικού προτύπου στη βάση της ανασύνθεσης των αναγκαίων αναδιανεμητικών στοιχείων του κεϋνσιανισμού με ένα νέο παραγωγικό και ανταγωνιστικό προσανατολισμό της ευρωπαϊκής οικονομίας. Θα μπορέσει η Ε.Ε. να καταστήσει την κρίση ιστορική ευκαιρία για την εμβάθυνση της οικονομικής και πολιτικής της συνεργασίας αποτρέποντας την τάση μεταλλαγής της σε απλή αγορά αντιμαχόμενων συμφερόντων;