Η δημιουργία του ελλαδικού απολυταρχικού κράτους το 1832, και μάλιστα ως θνησιγενούς προτεκτοράτου, σήμανε την ολοκληρωτική αποτυχία της ελληνικής επανάστασης και την εγκαινίαση μιας θανάσιμης αντιμαχίας με τον ελληνισμό, ο οποίος βίωνε αδιάκοπα από την αρχαιότητα έως τότε το ανθρωποκεντρικό γινόμενο της ελευθερίας, και μάλιστα στη φάση της οικουμένης.
Η ελληνική επανάσταση του 1821 απέβλεπε όντως στην ανάκτηση του κράτους της οικουμένης, την κοσμόπολη, με υπόβαθρο τις πόλεις/κοινά, δομημένες πολιτειακά με όχημα την εταιρική οικονομία και τη δημοκρατία. Το κράτος της απολυταρχίας αποτέλεσε εξαρχής ξένο σώμα στον κορμό του ελληνισμού και, ως εκ τούτου, έθεσε ένα προαπαιτούμενο προκειμένου να μην απορριφθεί: την αποβολή των ανθρωποκεντρικών του θεμελίων (των κοινών, της εταιρικής οικονομίας, της δημοκρατίας) από το σώμα της ελληνικής κοινωνίας και κατ’ επέκταση του κοσμοπολιτειακού του προτάγματος. Για να υλοποιηθεί όμως το ζητούμενο, προϋπετίθετο να διαρρήξει ο ελληνισμός τη σχέση του με τις αξιακές κληρονομιές του, να αποξενωθεί από το πολιτισμικό του έρμα και να επανεκκινήσει την ιστόρησή του με ρήτρα τις οφειλές του στον «δυτικό κανόνα». Εφεξής ο «Νεοέλληνας» εδιδάσκετο να βλέπει τον εαυτό του με τα μάτια του κράτους της απολυταρχίας και της διάδοχης συνταγματικής/αιρετής μοναρχίας, δηλαδή με την (περιορισμένη) οπτική του μεταφεουδαλικού ανθρώπου.