Κάθε φορά που αρχίζω να μιλάω για το Άουσβιτς (σωστότερα: για το Ολοκαύτωμα που συντομογραφούμε με τη λέξη Άουσβιτς) ξεκινάω με την ίδια μαρτυρία που έρχεται από τον Πρίμο Λέβι. Tο φθινόπωρο του 1943 μοιράστηκαν από τις ναζιστικές αρχές κατοχής στον γερμανόφωνο πληθυσμό γύρω από το Άουσβιτς σαράντα χιλιάδες ζευγάρια παιδικά παπούτσια. (Τα παιδικά παπούτσια ήταν έτσι κι αλλιώς δυσεύρετο είδος στον Μεσοπόλεμο, πόσο μάλλον σε περίοδο πολέμου – και γι’ αυτό ήταν πάγια πρακτική τα χρησιμοποιημένα παπούτσια ενός παιδιού που μεγάλωνε να φοριούνται από ένα άλλο.) Προσήλθαν σαράντα χιλιάδες γονείς, γράφτηκαν στη λίστα διάθεσης, πήραν τα παπούτσια για τα παιδιά τους. Κανένας δεν ρώτησε: «Μα από πού ήρθαν τόσα παιδικά παπούτσια;»3
Το περιστατικό αυτό δεν είναι μια παράπλευρη ιστορία γύρω από την τραγωδία του Άουσβιτς. Το γεγονός αυτό είναι το Άουσβιτς. Το Άουσβιτς είναι η απουσία της ερώτησης για τα σώματα (τα ζωντανά σώματα, τα παλλόμενα σώματα, τα τρεμάμενα σώματα) που κάποτε φόρεσαν τα παπούτσια. Το Άουσβιτς είναι η απουσία της ερώτησης.
Το βιβλίο αυτό (που συγκεντρώνει κείμενα μιας εικοσαετίας) καταγράφει, μέσα από μια ακολουθία επιχειρημάτων και συνδέσεων, την βασική ερμηνευτική θέση το Θανάση Τριαρίδη για τον Ολοκαύτωμα, αυτήν που δηλώνει και ο τίτλος του βιβλίου. Πως το Άουσβιτς τα κάναμε εμείς (η ανέκφραστη πλειοψηφία των κοινωνιών της Δύσης, η σιωπηλή πλειοψηφία) – και θα το ξανακάνουμε εμείς. Πως τα τρένα που ξεκίνησαν για το Άουσβιτς τα φορτώσαμε εμείς – και θα τα ξαναφορτώσουμε εμείς. Πως το παράγγελμα Wstawac το προφέραμε εμείς – και θα το ξαναπροφέρουμε εμείς. Πως την επόμενη φορά, όταν τα θύματα θα είναι χοντροί / αδύνατοι / ξανθοί / μελαχρινοί / μετανάστες / φτωχοί / άρρωστοι / όποιοι άλλοι (πάντοτε «απειλητικά επικίνδυνοι»), εμείς (η κοινωνική πλειοψηφία, η πλειονότητα) θα είμαστε και πάλι οι θύτες.