Ο Ζακ Ντερριντά είναι ο εισηγητής μιας πρακτικής του φιλοσοφείν όπου το κύριο μέλημα του στοχαστή είναι η αποκατασκευή (αποδόμηση) των παραδοσιακών φιλοσοφικών εννοιών θεολογικού χαρακτήρα, όπως είναι η δήθεν αμεσότητα της «φωνής» και η δήθεν απλή έννοια του «σημείου», που τις αποκατασκευάζει ο Ντερριντά στα πρώτα του έργα μετά το Η φωνή και το φαινόμενο για την έννοια του σημείου στον Χούσσερλ (μτφ. Ολκός 1997). Αυτή η πρακτική έχει να μάθει, βέβαια, από τον Νίτσε, τον «φιλόσοφο της υποψίας», αλλά συγχρόνως οδηγεί σε μια πρωτότυπη ανάγνωσή του, σύμφωνα με την οποία η αμφισημία της «γυναίκας» συμπυκνώνει την αμφισημία της παραδοσιακής έννοιας του νοήματος –όπως συνέβαινε με την έννοια του «φαρμάκου» στον Πλάτωνα και του «αναπληρώματος» στον Ρουσσώ, σύμφωνα με την Πλάτωνος φαρμακεία (μτφ. Άγρα 1990) και την Γραμματολογία (μτφ. Γνώση 1990), πρώιμα μελετήματα στον κύκλο των οποίων εγγράφεται και αυτή η μελέτη για τον Νίτσε. Έτσι το Έμβολα. Τα ύφη του Νίτσε συνιστά μια μοναδική μαρτυρία για τις καταβολές και την γένεση της φιλοσοφίας του Ντερριντά. Μ’ όλο που μεθοδολογική αφετηρία του τελευταίου στάθηκε η φαινομενολογία του Χούσσερλ, η εξέλιξή του θα ήταν αδιανόητη χωρίς την καταλυτική παρουσία στοχαστών «γενεαλόγων» όπως ο Νίτσε και ο Χάιντεγγερ, ενώ συγχρόνως αυτή η ερμηνεία του Νίτσε επέφερε μια τεράστια ανατροπή στο πλαίσιο των αλλεπάλληλων αναγνώσεων του νιτσεϊκού έργου. Ο πρόλογος της Γκόλφως Μαγγίνη εξηγεί με προσιτό τρόπο ποιος είναι ο περίγυρος και τα διακυβεύματα αυτού του έργου στο πλαίσιο της γαλλικής φιλοσοφίας του 20ού αιώνα και ποια υπήρξε η προσφορά του για τις νιτσεϊκές μελέτες.