Τα βράδια, καθισμένη κοντά στη φωτιά, άκουγε με προσοχή τις σοφές κουβέντες των παππούδων της και ευχόταν γρήγορα, πολύ, να γίνει κι εκείνη το ίδιο σοφή. Στο φεγγαρόφωτο ευχότανε να πάει στο σχολείο, να έχει μια μεγάλη τσάντα με βιβλία γεμάτα γράμματα και να μάθει να γράφει παραμύθια σαν εκείνα που της έλεγε η γιαγιά για να κοιμηθεί. "Πόσο όμορφα παραμύθια λέει η γιαγιά!" συλλογιζότανε πολλές φορές. Κι όσο το συλλογιζότανε τόσο πιο παράξενο το έβρισκε. Έτσι, ένα ήσυχο βραδάκι, εκεί που η γιαγιά την κρατούσε στην αγκαλιά της, έτοιμη να της πει το παραμύθι της ημέρας, αποφάσισε να τη ρωτήσει. - Γιαγιά, της είπε, άσε με λίγο κάτω. - Γιατί; Απόρησε η γιαγιά, που στο μεταξύ έκανε όπως της ζήτησε η μικρή πάπια. Η μικρή πάπια με ένα τίναγμα βρέθηκε κάτω. Πήρε το ξύλινο σκαμνάκι της και κάθισε απέναντι στη γιαγιά της. - Δε μου λες, γιαγιά, άρχισε, πώς γίνεται και ξέρεις παραμύθια, αφού δεν ξέρεις να διαβάζεις; Η γιαγιά την κοίταξε σοβαρά - σοβαρά και, σα να έπρεπε να αποκαλύψει ένα από τα πιο μεγάλα μυστικά, ύστερα από μακριά σιωπή, είπε: - Α! τα βλέπω στα όνειρά μου! (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου) Αντί προλόγου Η μικρή πάπια και ο πρίγκιπας Ο ποντικός και το τόπι Το κίτρινο φίδι και η καλή γιαγιά Μια αγκαλίτσα να χωθώ