Τα παιδιά κόψανε από ένα φύλλο από το τετράδιο τους και άρχισαν να γράφουν. Ο καημένος ο Λιάς έξυνε το κεφαλάκι του. Η αλήθεια ήταν πως πρώτη φορά άκουγε για Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά. Πότε και που να του τα έλεγαν; Στα χωράφια; Ή όταν γύριζαν κατάκοποι από την δουλειά να φάνε μια σκουτέλα ζεστό γάλα με τρίματα ψωμί μέσα, και να ξαπλώσουν μετά στο απλάδι το υφαντό, το παραγεμισμένο με μουστάκια καλαμποκιού για στρώμα, για να κοιμηθούνε. Όσο για Χριστουγεννιάτικο δένδρο και στολίδια …ούτε λόγος να γίνεται. Ας έπαιρνε ένα καλό ζευγάρι παπούτσια για Χειμώνα-Καλοκαίρι, το ίδιο για τις καλές ημέρες, και αυτό ήταν όλο. Τις άλλες ημέρες φορούσε ακόμα τα τσαρουχάκια του, που κακά τα ψέματα ήταν πάρα πολύ παλιά και τα δάχτυλα άρχιζαν να ξεμυτίζουν λίγο-λίγο, και κρύωναν, όσο και να προσπαθούσε να τα κρύψει ο Λιάς.