Κορυτσά, 18 Νοεμβρίου 1936
[...]. Ήταν ωραίος καιρός. Κρίμα να μην μπορεί να μοιραστεί κανείς με κάποιον τα ωραία πράγματα. Αλλά με ποιον; Περίεργη μοίρα, μόλις κρατηθώ από έναν άνθρωπο, βουλιάζει είτε εκείνος είτε εγώ. Δεν έχω μήτε κανέναν να πω ένα αστείο. Συνέλαβα δυο τρεις φορές τον εαυτό μου να γελά μοναχός του, έτσι ξαφνικά. Αν τούτο εξακολουθήσει, πάει το κύρος μου.[...]
Όλες οι επιστολές φωτίζουν αποκαλυπτικά την προσωπικότητα του ποιητή, καθώς απευθυνόμενος στην κατά δύο χρόνια μικρότερή αδελφή του, της γράφει για όλα, σημαντικά και ασήμαντα, εντελώς αυθόρμητα, χωρίς αναστολές, ιδιαίτερα για τα προσωπικά του θέματα, τα βαθιά του συναισθήματα, για όλες τις μικρές χαρές του, για όλους τους δισταγμούς και τους καημούς του, προσωπικούς και υπηρεσιακούς.
"Η αλληλογραφία είναι να μπορείς ν' αφήνεσαι πάνω σε ένα χαρτί έχοντας μπροστά σου ένα πρόσωπο",
παρατηρεί σε μια επιστολή του από την Κορυτσά το 1937.
Πολλές φορές της γράφει εξομολογητικά, με έναν τόνο απογοήτευσης και πικρού παράπονου, ενώ άλλοτε, κάνοντας τους προσωπικούς του απολογισμούς, εκφράζει τις ενδόμυχες σκέψεις του, με αισθήματα βαθιάς μελαγχολίας ή και απόγνωσης. Όμως, άλλες φορές, λιγότερο συχνά, γράφει με ένα χαριτωμένο χιούμορ ή έναν παιγνιώδη αυτοσαρκασμό αποφορτίζοντας το τραγικό κλίμα των επιστολών.
(Από την εισαγωγή του Γιώργου Δ. Παναγιώτου)