Με φόντο μια από τις πιο ταραγμένες περιόδους της ρωμαϊκής ιστορίας, λίγο πριν την άνοδο στην εξουσία του Ιουλίου Καίσαρα, εν μέσω εμφυλίων σπαραγμών και ενώ η θύελλα από την εξέγερση του Σπάρτακου μαίνεται, ο άγνωστος στα αρχαία κείμενα Λεύκιος απευθύνει στον θρυλικό συνονόματό του Λεύκιο Λικίνιο Λούκουλλο αυτές τις έξι προσωπικές επιστολές. Κυριευμένος από το διπλό πάθος του για την ars gladiatoria (την τέχνη των μονομάχων) και την arsamatoria (την τέχνη των ερωτικών απολαύσεων), ο επιστολογράφος Λεύκιος ακροβατεί θαυμαστά ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο, βιώνει με την ίδια ένταση την έξαψη της μάχης και της κλινοπάλης, ερωτεύεται και στοχάζεται το μέλλον μιας Ρώμης που στο εξής δεν θα είναι ποτέ πια η ίδια.
Έχοντας απόλυτο έλεγχο των ιστορικών του πηγών, ο συγγραφέας αφήνεται σε ένα καλοδουλεμένο εγκεφαλικό παιχνίδι, η άλλη όψη του οποίου εμφανίζεται με τη μορφή του λεπτού αλλά ιδιαίτερα έντονου αισθησιασμού που διαπερνά το κείμενο από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα.
Ο Ολέγ Τσυμπένκο (Κίεβο, 1957), Ρώσος ελληνιστής που ζει στη χώρα μας, με τούτο το «ρωμαϊκό» επιστολικό μυθιστόρημά του (τρίτο του ιστορικό μυθιστόρημα που εκδίδεται στα ελληνικά) συνεχίζει μια μάλλον άγνωστη στα καθ’ ημάς παράδοση της ρωσικής λογοτεχνίας –την ενασχόληση με την αρχαιότητα, από την οποία άντλησαν τη θεματολογία τους σπουδαίοι Ρώσοι συγγραφείς–, παρατηρεί κριτικά την ακμή και την παρακμή μιας αυτοκρατορίας (ρωμαϊκής; σοβιετικής;) και αναφέρεται στις δύο μεγάλες πράξεις, τον έρωτα και τον πόλεμο, με έναν βαθύ, πέρα για πέρα ρωσικό, ρομαντισμό.