Αναπάντεχο για τους περισσότερους φιλότεχνους και φίλους θα πρέπει να θεωρηθεί το γεγονός ότι η Εθνική Πινακοθήκη, ανάμεσα στις ποικίλες δραστηριότητές της, επέλεξε να παρουσιάσει μια μεγάλη έκθεση αρχιτεκτονικών σχεδίων, αναδεικνύοντας το έργο ενός και μόνου αρχιτέκτονα, και μάλιστα όχι
Έλληνα, ο οποίος έδρασε τον προπερασμένο αιώνα, και μάλιστα μέσα σε έναν "παλιό", άγνωστο πια σήμερα, κόσμο. Η αιτιολόγηση είναι εύκολη. Πρώτον, πρόκειται για τον πασίγνωστο πλέον Ερνέστο
Τσίλλερ. Δεύτερον, η Εθνική Πινακοθήκη κατέχει ήδη, χάρη στην προνοητικότητα του πρώην διευθυντή της, του Μαρίνου Καλλιγά (1949-1971), τον μεγαλύτερο αριθμό σχεδίων και μελετών του Τσίλλερ, που είναι δυνατόν να εντοπιστούν σε ιδιωτική ή δημόσια συλλογή στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό. Τρίτο, υπάρχει το σοβαρότατο ζήτημα να αξιοποιηθεί ένας από χρόνια αποθηκευμένος θησαυρός, που μόνο ελάχιστοι ερευνητές έχουν μελετήσει και πολλοί περισσότεροι δεν υποψιάζονται καν. Εδώ θα προσέθετε κανείς, τέταρτον, και το διαρκώς αυξανόμενο ενδιαφέρον του σύγχρονου ευρωπαίου πολίτη για το δομημένο περιβάλλον καθώς και την όλο αυξανόμενη επιρροή της αρχιτεκτονικής κοινότητας στη λήψη πολιτικών αποφάσεων για αυτό. Επαρκείς λοιπόν οι λόγοι για να επιχειρήσουμε μια "αναδρομική Τσίλλερ".
Αφετηρία και στήριγμα κάθε αναφοράς στον Τσίλλερ υπήρξε για χρόνια μία και μόνη έκδοση, εξαντλημένη από καιρό, που είχε κυκλοφορήσει το 1973 με υπογραφή του Δημήτρη Παπαστάμου, ενώ μικρή έκθεση 78 έργων είχε παρουσιαστεί -και πάλι στην Εθνική Πινακοθήκη- το ίδιο έτος. Τριάντα επτά χρόνια είναι όντως ικανός χρόνος για να σκύψουμε και πάλι στον Τσίλλερ, ενδεχομένως και υπό νέα οπτική γωνία. Φυσικά, εκθέσεις σχεδίων και χαρακτικών σε μεγάλη κλίμακα γίνονται σπάνια, πιθανώς γιατί είναι μάλλον δύσκολες στην προσέγγιση' συχνά προκύπτουν όμως ενδιαφέρουσες εκπλήξεις, μια από τις οποίες δεν αποκλείεται να είναι και η τέρψη που γεννιέται μέσα από μια περισσότερο ιδιωτική "συνομιλία" του θεατή με ένα έργο σε χαρτί. [...]
(Μαριλένα Ζ. Κασιμάτη,