Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα σε δύο μέρη, που συνυφαίνονται γύρω από μία και μόνη στιγμή η οποία συνδέει τους πρωταγωνιστές. Στο πρώτο μέρος, ο Πoλ ζει στην εξοχή με τη γυναίκα του και τις δυο κόρες τους. Υπάρχει και μια μεγαλύτερη κόρη του Πoλ από προηγούμενο γάμο που ζει στο Λονδίνο, για την οποία μαθαίνει ξαφνικά ότι έχει φύγει από το σπίτι της μητέρας της και αγνοείται. Ο Πολ πηγαίνει στο Λονδίνο να την ψάξει και τη βρίσκει να ζει με τον φίλο της σε ένα χαώδες διαμέρισμα. Στην αρχή θέλει να τη σώσει, όμως σύντομα ο κόσμος της τον γοητεύει, αφού αντιπροσωπεύει την ελευθερία και την ανεμελιά, και σταδιακά απορροφάται απ' αυτόν, σχεδόν λαχταράει να γίνει μέρος του.
Στο δεύτερο μέρος η Κόρα εγκαταλείπει τον άντρα της και πηγαίνει να ζήσει στο Κάρντιφ, στο σπίτι που έχει κληρονομήσει από τους γονείς της - κάνει δηλαδή την αντίστροφη κίνηση, από τη μεγαλούπολη στην εξοχή, εκεί που ο Πολ έχει φύγει από την εξοχή προς τη μεγαλούπολη. Η ζωή της στο Λονδίνο την έχει απογοητεύσει, το ίδιο και ο γάμος της και στο Κάρντιφ ξαναβρίσκει την ανεξαρτησία της. Μόνο που κάποια στιγμή ένα τηλεφώνημα από την κουνιάδα της την πληροφορεί ότι ο άντρας της έχει εξαφανιστεί.
Οι δυο ιστορίες συνδέονται στο τρένο για το Λονδίνο: μια τυχαία συνάντηση των δύο θα έχει άμεσες και σημαντικές επιπτώσεις στη ζωή του Πολ και της Κόρα. Μέσα από την ερωτική ιστορία τους, η συγγραφέας μιλάει για τις παρορμήσεις και τα τυχαία περιστατικά που μπορούν να διαμορφώσουν τη ζωή μας, για την πίστη, τον έρωτα, το σεξ και τους πολύπλοκους δεσμούς μας με τους φίλους και τους συγγενείς μας.
"Η Χάντλεϊ γράφει με χάρη αλλά και ένταση, κινούμενη ανάμεσα στην προσεκτική, κομψή αποτύπωση χαρακτήρων και χώρων και τις στιγμές μεγάλης κλιμάκωσης... Το βιβλίο το διατρέχει μια ελεγειακή αμφισημία... Η Χάντλεϊ έχει ανοίξει για τους ήρωές της το κουτί της Πανδώρας: όλα τα βάσανα του κόσμου βαραίνουν τις πλάτες τους αλλά στο τέλος τους μένει η γλυκιά γεύση της ελπίδας."
("Financial Times")