Ήταν που λέτε μια φορά ένα σκιουράκι. Ούτε όμορφο, ούτε άσχημο. Ούτε έξυπνο, ούτε και κουτό. Ένα συνηθισμένο σκιουράκι ήτανε, που θα 'μοιαζε μ' όλα τ' άλλα, αν δεν είχε μια παράξενη συνήθεια. Μόλις σουρούπωνε, το 'σκαγε απ' τη φωλιά του και πήγαινε και στηνότανε στην άκρη του δάσους, δίπλα στο ποτάμι, καρτερώντας τα ζώα που πήγαιναν να πιουν νερό... Περνούσαν λέαινες, ζαρκάδια, κι αρκούδες και λαγοί κι ασβοί και βατραχάκια... Το σκιουράκι ένιωθε πως με όλα έμοιαζε λιγάκι, πως όλα τους είχανε κάτι όμορφο, κάτι ξεχωριστό. Έτσι, τα σταματούσε όλα, τα κοίταζε στα μάτια και τα ρωτούσε: - Μπορείς να μ' αγαπάς; Τα πιο πολλά γελούσαν. Άλλα δεν έμπαιναν στον κόπο ν' απαντήσουν. Κι άλλα του λέγαν: Δεν έχω χρόνο - ή δεν ξέρω τι είναι ν' αγαπάς... [...] (Από την έκδοση)