Στη σύγχρονη Ελλάδα, η αντίληψή μας για το δημοτικό τραγούδι είναι μάλλον γραμμική. Θεωρούμε ότι ξεκινά κυρίως από την εποχή της Τουρκοκρατίας (με ένα μέρος του να φτάνει στη μεσοβυζαντινή ή υστεροβυζαντινή εποχή) και περνώντας από την κρίσιμη περίοδο της επανάστασης του ’21 και τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια να φτάνει μέχρι τις μέρες μας (με κάποιες βέβαια μεταβολές). Η αντίληψη αυτή καθρεφτίζεται και στην παραδοσιακή (αλλά καλά κρατούσα) κατηγοριοποίηση των δημοτικών τραγουδιών σε ακριτικά και παραλογές (βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδος), ιστορικά και κλέφτικα (18ος και 19ος αιώνας) και άλλα τραγούδια από τον κύκλο της ζωής (γαμήλια, της αγάπης, μοιρολόγια κλπ.) τα οποία συνήθως τοποθετούνται αόριστα μέσα στον χρόνο της «προνεωτερικής» περιόδου. Την αίσθηση αυτή επιτείνει και η έννοια των παραλλαγών, των διαφόρων δηλ. τοπικών εκδοχών διαφόρων τραγουδιών, που θεωρείται ως απτή (και για μερικούς αψευδής) απόδειξη της συνέχειας της λαϊκής δημιουργίας.
Είναι όμως έτσι ακριβώς τα πράγματα; Μπορούμε να μιλάμε τόσο εύκολα και αβασάνιστα για το δημοτικό τραγούδι (λες κι είναι μια ενιαία και αδιάσπαστη ενότητα) που εμφανίζεται (σχεδόν ως δια μαγείας) σε κάποια χρονική στιγμή και έκτοτε εξελίσσεται, απλώς υποδιαιρούμενο σε κατηγορίες και παραλλαγές; Η παρούσα μελέτη επιθυμεί να συνεισφέρει στον προβληματισμό αυτό μέσα από τη διερεύνηση, όχι κάποιων θεωρητικών (και ως εκ τούτου αφηρημένων) πτυχών της γένεσης, εξέλιξης και διαμόρφωσης του δημοτικού τραγουδιού, αλλά συγκεκριμένων περιπτώσεων (case studies) από μια επιλεγμένη χρονική περίοδο, που μας δίνουν μια πολύ διαφορετική εικόνα του ζητήματος.
Γνωρίζετε πως το τραγούδι της περίφημης «Τζαβέλαινας» από το Σούλι γράφτηκε εκατό χρόνια μετά τα ιστορικά γεγονότα και ο εξίσου διάσημος «Κατσαντώνης» βασίστηκε σε ένα θεατρικό έργο του ύστερου 19ου αιώνα;
Έχετε μήπως ακούσει πως ο Θούριος του Ρήγα είχε ως πρότυπό του ένα τραγούδι της Αρβανιτιάς, που κάποιοι βιάστηκαν να «εξαφανίσουν» και ότι τα ξακουστά «Σαράντα παλληκά