Γεννημένος στην κοσμοπολίτικη Πράγα του μεσοπολέμου από εβραϊκή οικογένεια που μιλούσε τσέχικα και γερμανικά, κι αναγκασμένος να διαφύγει μετά τη ναζιστική εισβολή, ο Έρνεστ Γκέλλνερ ήταν ιδιαίτερα προικισμένος για να κατανοήσει τον εθνικισμό, και μάλιστα τη σκοτεινή πλευρά του, αυτή που προκαλεί "καταστροφή, οδύνη, σκληρότητα και αδικία".
Ενάντια στις κοινότοπες απόψεις ότι πρόκειται για οικουμενικό γνώρισμα της ανθρώπινης φύσης, ή για αναχρονιστικό και βάρβαρο απομεινάρι των φυλετικών κοινωνιών, ο Γκέλλνερ υποστήριξε ότι ο εθνικισμός είναι κατεξοχήν φαινόμενο της νεωτερικότητας, επακόλουθο της εκβιομηχάνισης, του εκσυγχρονισμού και της οικονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης. Το ζήτημα δεν είναι ότι οι εθνικές κουλτούρες αποκαθιστούν μια φανταστική οργανική κοινότητα, αλλά ότι επιτρέπουν τη λειτουργική επικοινωνία μεταξύ αγνώστων και ανταποκρίνονται στην κινητικότητα και την ανωνυμία των σύγχρονων κοινωνιών.
Συνδυάζοντας ανθρωπολογία, ιστορία και φιλοσοφία, αυτό το πυκνό, αιχμηρό δοκίμιο (που συμπληρώνει το κλασικό έργο του Γκέλλνερ "Έθνη και εθνικισμός") ανιχνεύει τις ρίζες του εθνικισμού στο νεωτερικό κράτος, τη συνάρτησή του με ιστορικά στάδια, χρονικές ζώνες και τύπους ηθικής, τους δεσμούς του με το ρομαντισμό και την αναμέτρησή του με βασικούς ανταγωνιστές, όπως ο φιλελευθερισμός, ο μαρξισμός και το ισλάμ.