Κι ύστερα περάσανε από πάνω τους, άλλοτε με πάταγο και άλλοτε στα βουβά, εμπύρετες, άχρωμες και ταραγμένες δεκαετίες μαζί με τις ερπύστριες των Γερμανών, των Άγγλων, των Συνταγματαρχών, των εργολάβων, και τα Εξάρχεια έζησαν νύχτες "πολλές μέσα σε λίγην ώρα" [...] ενώ παράλληλα στον "αφρό των ημερών" συνέχιζαν να βιώνουν τον κατακλυσμό της "προόδου". Μια συμβατική κοσμογονία, που ωστόσο ελάχιστοι από τους μυριάδες "γηγενείς" και μετοίκους, θαμώνες και περαστικούς που διέτρεξαν βιαστικά τα δρομάκια και αργότερα επιλεκτικά τους μύθους της γειτονιάς, απέκτησαν ποτέ πλήρη συνείδηση της ροής της. Ήταν φυσικό. Η στάθμη της λήθης ανέβαινε, όπως και σε όλη την πόλη, ανεπαίσθητα μέρα τη μέρα και η σκόνη του χρόνου κατάπινε αλύπητα: ρέματα, αμπελώνες, βράχια, μονοπάτια, δρόμους, στέγες, νότες, ρίμες, πρόσωπα, γεγονότα και ιδεομορφές...