Οι Λουδίτες -πολλοί από αυτούς υφαντές, λαναράδες και φινιριστές μαλλιού, αλλά και τεχνίτες στον επαγγελματικό κλάδο του βαμβακιού που απέκτησε ιδιαίτερη σημασία στην Αγγλία στα τέλη του 18ου αιώνα- ήταν, όπως οι Πρόσχαροι Άνδρες του Ρομπέν των Δασών, θύματα της προόδου ή αυτού που θεωρούνταν πρόοδος. Έχοντας δουλέψει επί αιώνες έξω από τα φτωχικά τους σπίτια και σε μικρά μαγαζιά χωριών με μηχανές που, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν καθόλου απλές, μπορούσαν να δουλευτούν από έναν και μόνο άνθρωπο, πιθανώς και με τη βοήθεια παιδιών, είδαν ξαφνικά να παρεισφρέουν (ή να απειλούν να παρεισφρήσουν) στον παγιωμένο επαγγελματικό τους κλάδο νέα, πολύπλοκα, μεγάλης κλίμακας μηχανήματα, που συνήθως στεγάζονταν σε τεράστια πολυώροφα κτίρια εγειρόμενα στις αρχαίες τους κοιλάδες. Ακόμη χειρότερα, είδαν την τακτοποιημένη τους κοινωνία της μαστοριάς, του εθίμου και της κοινότητας να αρχίζει να υποχωρεί μπροστά στην εισβολή της βιομηχανικής κοινωνίας και των νέων τεχνολογιών και συστημάτων της, των νέων κανόνων για τα εμπορεύματα και τις αγορές, της νέας χωροταξικής διάταξης της εξοχής και της πόλης, πράγματα που δεν μπορούσαν να κατανοήσουν ή να ελέγξουν. Κι όταν εξεγέρθηκαν εναντίον όλων αυτών για δεκαπέντε θυελλώδεις μήνες στην αρχή της δεύτερης δεκαετίας του 19ου αιώνα, το έκαναν με πολύ μεγαλύτερη σφοδρότητα και ένταση από όση είχε ποτέ επιδείξει ο Ρομπέν των Δασών και εξευτελίστηκαν με τρόπους πολύ πιο βίαιους από αυτούς που είχε κατά καιρούς διατάξει ο Βασιλιάς Ιωάννης. Η παρούσα, πλούσια σε λεπτομέρειες, ιστορία για τους Λουδίτες ειπώθηκε για να θεραπεύσει την έλλειψη κατανόησης, να προσπαθήσει να τους δώσει μια θέση δίπλα στη διάσημη συμμορία του Ρομπέν των Δασών, αναδεικνύοντας τη σάρκα της πράξης και το αίμα του σκοπού που συνοδεύουν την ασήμαντη λέξη "Λουδίτης" - τώρα, που το έχουμε ανάγκη.