Το βιβλίο αυτό είναι ο τρίτος τόμος της επιτόπιας εθνογραφικής έρευνάς μου στον Αρχάγγελο Ρόδου όπου κατέγραψα, συνέλεξα και επεξεργάστηκα λαϊκές αφηγήσεις από διάφορους κατοίκους της περιοχής. Δεν αρκέστηκα στη συλλογή παραμυθιών, όπως έκαναν οι παλιότεροι Λαογράφοι (Αδαμάντιος, Πολίτης, Μέγας και Μερακλής), αλλά παράλληλα διερεύνησα τις σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στους ανθρώπους, παραμυθάδες και ακροατές,
δίνοντάς μας πληροφορίες για τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής (σύμφωνα με τη Λυδάκη, 2001:123).
Η εθνογραφική αυτή έρευνα δεν είχε σκοπό μόνο την καταγραφή των λαϊκών παραμυθιών, αλλά έδωσε βαρύτητα και στην προσωπικότητα κάθε αφηγητή. Λειτούργησε, επιπλέον, σε βάθος προκειμένου να φανεί αν υπήρχαν
συγκεκριμένα άτομα (παραμυθάδες, πιθανόν εγγράμματοι) που αφηγούνταν στην τοπική κοινωνία τα παραμύθια ή τα διάβαζαν, αλλά και αν υπήρχε κάποιος συσχετισμός με τις οικογένειες και τις γειτονιές των αφηγητών.
Αφού έγινε η καταγραφή των αφηγήσεων, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, σε ένα δημοσιογραφικό κασετόφωνο, ακολούθησε η απομαγνητοφώνησή τους, όπου δόθηκε βαρύτητα στον τρόπο που έλεγαν τα παραμύθια οι αφηγητές
και στο τοπικό ιδίωμα της περιοχής. Έπειτα, προχωρήσαμε στη μελέτη, την επεξεργασία και την ταξινόμηση των λαϊκών αυτών αφηγήσεων.
Η προφορική αφήγηση των παραμυθιών εξελίσσεται κάθε φορά που θα υπάρχει ευκαιρία για κουβέντα, είτε αυτή είναι στις αυλές των σπιτιών, στα καφενεία, στο τραπέζι, είτε ακόμα και στις σχολικές αίθουσες ή, γενικότερα, όπου υπάρχει μια ομάδα ατόμων και ευνοούν οι συνθήκες για ομιλία και «καλαμπούρι».
Παλιότερα, όπως μας αναφέρουν οι ίδιοι οι αφηγητές/τριες, έλεγαν παραμύθια, ιστορίες και τραγούδια στον μύλο, όσο άλεθαν το σιτάρι, και η διαδικασία αυτή κρατούσε αρκετό χρονικό διάστημα. Το ίδιο συνέβαινε και στο εργοστάσιο της ταπητουργίας, όπου έλεγαν ιστορίες και τραγούδια τα κορίτσια που εργάζονταν εκεί. Η τέχνη της αφήγησης παραμυθιών και μύθων δεν είναι τίποτε άλλο από μια ανάκληση ιστοριών από τη μνήμη των αφηγητών. Επί τη