Ένας διπλός καθρέφτης φερμένος απ’ την Πόλη. Μπροστά του ένα κορίτσι, δύο μορφές. Στρουμπουλή και καμπυλωτή σαν αναγεννησιακή φιγούρα η μία, ψηλή και κομψή σαν μανεκέν η άλλη. Η μία αληθινή, η άλλη σκιά ίσως, ένα ψέμα, φάντασμα που διαλύεται στο φως.
Μια γιαγιά Κωνσταντινουπολίτισσα, σύμβολο αγάπης και αφοσίωσης. Η αγκαλιά της χωρά όλες τις λύπες του κόσμου και τις απαλύνει.
Μια εγγονή που δε θέλει πια να της μοιάζει, γιατί ακόμη και η μάνα της ντρέπεται για εκείνη.
Ένα σύγχρονο μυθιστόρημα ενηλικίωσης σε μια εποχή όπου οικογένειες και άτομα δοκιμάζονται κυριολεκτικά στα όρια των φυσικών και ηθικών αντοχών τους.
"Δεν είχα καμιά διάθεση για διάβασμα, το μυαλό μου ήταν συνέχεια στον Γρηγόρη. Προσπαθούσα να ξεχάσω τον τρόμο που ένιωσα στη σκέψη πως θα μπορούσε να βρισκόταν μπροστά όταν σκίστηκε το φόρεμα. Αυτό το παλιοφόρεμα φταίει και η επιμονή της μάνας μου να το αγοράσουμε, σκεφτόμουν. Με μισεί! Η σκέψη αντί να μου φέρει λύπη μού είχε φέρει θυμό. Με μισεί γιατί δεν είμαι η δική της "Φαίη", για να με ντύνει απ’ τις διάφορες "Ζιζέλ" και να καμαρώνει τώρα που πιαστήκαμε για τα καλά, τώρα που ο πατέρας μου έχει την εταιρεία όλη δική του. Η κομψή σύζυγος και η υπέρβαρη κόρη. Δεν κολλούσε με τίποτα στο τζαμάδικο που είχε γίνει "εταιρεία". Δεν κολλούσε στο καινούριο σπίτι στην Καστέλα, στις καινούριες "οικογενειακές" φιλίες μας. Ο Γρηγόρης! Αυτός μονάχα θα μπορούσε να με καταλάβει".