Ξεκινώντας με ένα ζήτημα τεχνικής και βιομηχανικής φύσης (άρα παραγωγικής-εργασιακής) ως αφορμή, δηλαδή την κατασκευή μιας καινούργιας κινηματογραφικής κάμερας –μικρής, κινητής, εύχρηστης αλλά ταυτόχρονα και με δυνατότητες ποιοτικής καταγραφής–, ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, γύρω στο 1976, εμπλέκεται σε διάφορες συζητήσεις που ξεφεύγουν από την συγκεκριμένη διευθέτηση του θέματος και εισέρχονται σε αυτό που η ίδια η αισθητική, φιλοσοφική και δημιουργική του αντίληψη για το σινεμά απαιτούσε: τη συζήτηση και τη διερεύνηση πάνω στο ίδιο το φιλμικό μέσο ως καλλιτεχνική δραστηριότητα.
Επικυρώνει εκ νέου, μέσω αυτών των συναντήσεων με τεχνικούς, θεωρητικούς και «κατασκευαστές εργαλείων και προϊόντων» την ανάγκη για αυτονόμηση του κινηματογραφιστή από τα βαρίδια του βιομηχανικού κινηματογράφου και του τεράστιου επαγγελματικού συνεργείου. Με άλλα λόγια αναδεικνύει και πάλι όλο το θεωρητικό μοτίβο της έννοιας του «δημιουργού», τις αναζητήσεις επί αυτού, τις δυνατότητες και τις αμφιβολίες να πρακτικοποιηθεί και να μετατραπεί ο κινηματογράφος σε έναν, εν θερμώ και επ’ αυτοφώρω, καταγραφέα της άμεσης πραγματικότητας.
Ο Γκοντάρ θέτει ξανά τον δημιουργό κύριο του εαυτού του και ελεγκτή του καλλιτεχνικού του έργου σε όλα τα παραγωγικά πεδία, ανεξαρτητοποιώντας τον από τις επιταγές του «άρτιου» κινηματογράφου. Επιβεβαιώνει ότι η θεωρητική αντίληψη ενός κινηματογραφιστή δεν εδράζεται μόνο σε ζητήματα αισθητικής, αλλά αυτά οφείλουν να επιβεβαιώνονται πρακτικά στην καθημερινή του δραστηριότητα. Ο Αλέν Μπεργκαλά, ως αντιπρόσωπος των Cahiers du Cinema σε αυτές τις δημιουργικές συναντήσεις, θα δηλώσει πως αναζητείται η ικανοποίηση «της ανάγκης για μια μικρή κάμερα των 35mm, που θα μπορούσε να βάζει στο ντουλαπάκι του αυτοκινήτου του, με την οποία θα μπορούσε να κοιτάζει από το βιζέρ μόνος του και να παραμονεύει τον κόσμο, ένα λουλούδι σ’ ένα λιβάδι, ή τα σύννεφα στον ουρανό, όλα αυτά που οι κινηματογραφιστές δεν μπορούν να τραβήξουν, επειδή η ευκαιρία για να τραβήξουν δεν παρουσιάζεται ποτέ: τη